Βρες στο logistika-grafeia : Φορολογία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά, Λογιστικά θέματα

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : Αριθ . 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51) Άρθρον 15-30

  Δεν υπάρχουν σχόλια
αρθρο 119 κανονισμος ασφαλισης ικα κανονισμός ασφάλισης ικα εταμ ν 825 78 νομος 1846/1951 κανονισμος ασφαλισης ικα αρθρο 18 ν. 2556/1997 εθνικο τυπογραφειο δσα

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : Αριθ . 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51) Άρθρον 15-30


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:  ασφαλιση,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ:
 Τελ.ενημέρωση: :00

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ: Αριθ. 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 179/Α/1-8-51) Άρθρον 15-30

Κυβερνητικός Επίτροπος
Άρθρον 15.
1. Των συνεδριάσεων του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ι.Κ.Α. µετέχει άνευ ψήφου, ως
Κυβερνητικός Επίτροπος, ο Γενικός Γραµµατεύς του Υπουργείου Εργασίας, αναπληρούµενος
υπό ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Εργασίας επί βαθµώ τουλάχιστον ∆ιευθυντού
διοριζοµένου επί τριετεί θητεία παρά του Υπουργού Εργασίας.
2. Ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρακολουθεί την νοµιµότητα των λαµβανοµένων υπό
του∆ιοικητικού Συµβουλίου αποφάσεων δυνάµενος να λαµβάνη τον λόγον επί παντός θέµατος
και να υποβάλη προτάσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην ήθελεν κρίνει ότι απόφασίς τις του ∆.Σ.
αντίκειται εις τον παρόντα νόµον ή τους εις εκτέλεσιν αυτού εκδοθησοµένους ή
διατηρουµένους εν ισχύϊ δυνάµει του παρόντος Κανονισµούς ο Κυβερνητικός Επίτροπος
δύναται είτε προφορικώς διαρκούσης συνεδριάσεως είτε δι’ εγγράφου ανακοινώσεως
κοινοποιουµένης εις τον Γενικόν ∆ιευθυντήν και τον Πρόεδρον του ∆.Σ. εντός 48 ωρών από
της λήψεως της σχετικής αποφάσεως να ζητή την αναστολήν της εκτελέσεως αυτής. Εντός της
αυτής 48ώρου προθεσµίας ο Κυβερνητικός Επίτροπος αναφέρει εγγράφως τα της διαφωνίας
του εις τον Υπουργόν Εργασίας εις ον δύναται να υποβάλη τας απόψεις του ∆.Σ. και ο
Πρόεδρος αυτού εντός 48ώρου από της ανακοινώσεως της διαφωνίας του Κυβερνητικού
Επιτρόπου εγγράφως ή προφορικώς κατά τα ανωτέρω.
Εάν ο Υπουργός Εργασίας συµφωνήση προς την γνώµην του Κυβερνητικού Επιτρόπου,
ανακοινοί την απόφασίν του εις τον Πρόεδρον του ∆.Σ. και τον Γενικόν ∆ιευθυντήν εντός
7ηµέρου προθεσµίας από της υποβολής εις αυτόν της διαφωνίας παρά του Κυβερνητικού
Επιτρόπου αναστελλοµένης της εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως µέχρις ου αποφανθή
σχετικώς το Υπουργικόν Συµβούλιον, εις ο εισάγεται παρά του Υπουργού Εργασίας ο σχετικός
φάκελος εντός 15θηµέρου προς οριστικήν άρσιν της διαφωνίας και όπερ αποφασίζει εντός
30ηµέρου.
Εάν ο Υπουργός Εργασίας δεν ανακοινώση εις τον Πρόεδρον του ∆.Σ. και τον Γενικόν
ιευθυντήν του Ι.Κ.Α. την επί της διαφωνίας απόφασίν του, εντός της ανωτέρω επταηµέρου
προθεσµίας ως επίσης και όταν ούτος δεν ανακοινώση αυτοίς την απόφασιν του Υπουργικού
Συµβουλίου εντός της 30ηµέρου ως άνω προθεσµίας το ∆.Σ. δύναται να διατάξη την εκτέλεσιν
της αποφάσεως.
3. Ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρίσταται και εις το Συµβούλιον του άρθρου 23 του
παρόντος µε τας αυτάς περί ων ανωτέρω αρµοδιότητος.
4. Αι συνεδριάσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των ανωτέρω Συµβουλίων
θεωρούνται ως νοµίµως γενόµεναι και εν απουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου, εφ’ όσον
ούτος προσεκλήθη κανονικώς και δεν προσήλθε.
ιαδικασία θεσπίσεως Κανονισµών.
Άρθρον 16..
Πάντες οι υπό του παρόντος νόµου προβλεπόµενοι Κανονισµοί θεσπίζονται δι’
αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, λαµβανοµένων προτάσει του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α. και
δηµοσιευοµένων εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Υπουργός Εργασίας, εφ’ όσον
συµφωνεί προς την πρότασιν του Ι.Κ.Α. υποχρεούται όπως και αποστείλη προς δηµοσίευσιν
τον σχετικόν Κανονισµόν εντός 30ηµέρου προθεσµίας. Εν περιπτώσει διαφωνίας του Υπουργού
Εργασίας επί διατάξεων των προτεινοµένων υπό του ∆.Σ. σχεδίων Κανονισµών, ούτος
υποχρεούται όπως αναπέµψη τον οικείον Κανονισµόν προς επαναξέτασιν εις το ∆.Σ. µετ’
ειδικής εκθέσεως αιτιολογούσης τας διαφωνίας του εντός της αυτής ως άνω προθεσµίας. Εν η
περιπτώσει το ∆Σ του ΙΚΑ εµµένει εις την αρχικήν του απόφασιν η διαφωνία αίρεται δι’
αποφάσεως του Υπουργικού Συµβουλίου ενώπιον του οποίου φέρει το ζήτηµα ο Υπουργός
Εργασίας εντός 10 ηµέρου προθεσµίας από της ανακοινώσεως αυτώ της νεωτέρας αποφάσεως
του ∆.Σ. Παρελθούσης απράκτου της ως άνω 30ηµέρου προθεσµίας ως και εν περιπτώσει καθ’
ην ο Υπουργός Εργασίας δεν αναπέµψη το πρώτον υποβληθέν αυτώ σχέδιον Κανονισµού, λόγω
τυχόν διαφωνίας του εις το ∆.Σ. δύναται ο Πρόεδρος τούτου να εκτελήται ην δηµοσίευσιν
αυτού εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, αφ’ ης και αποκτά τούτο ισχύν Κανονισµού.
Η ανωτέρω διαδικασία ισχύει και ως προς την τροποποίησιν ή συµπλήρωσιν ισχυόντων
εκάστοτε Κανονισµών του ΙΚΑ.
ια τον κανονισµών δεν δύναται να τροποποιώνται διατάξεις του παρόντος νόµου.
Ο Υπουργός Εργασίας δύναται να ζητή παρά του ∆Σ του ΙΚΑ, την υποβολήν εις τούτον
προτάσεων Κανονισµών ή τροποποιήσεων και συµπληρώσεων ισχυόντων τοιούτων. Εάν το ∆Σ
δεν ήθελε υποβάλει την σχετικήν πρότασιν εντός 45θηµέρου αφ’ ης ζητηθή αύτη, ο Υπουργός
Εργασίας δύναται να προκαλέση απόφασιν του Υπουργικού Συµβουλίου περί θεσπίσεως του
οικείου Κανονισµού ή της οικείας τροποποιήσεως ή συµπληρώσεως ισχυόντων τοιούτων.
Αι κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου προτάσεις του ∆Σ ψηφίζονται εις δύο
διαφόρους συνεδριάσεις τούτου απεχούσας τουλάχιστον 3 µέρες απ’ αλλήλους.
Προκειµένου περί Κανονισµών αναγοµένων εις την σύνθεσιν και οργάνωσιν των
υπηρεσιών του ΙΚΑ ως και τοιούτων αφορώντων τα της καταστάσεως εν γένει του προσωπικού
αυτού και τα της διενεργείας των προµηθειών των προµηθειών του Ιδρύµατος, δεν δύναται δια
της ανωτέρω προβλεποµένης διαδικασίας περί άρσεως των διαφωνιών µεταξύ του ΙΚΑ και
Υπουργού Εργασίας να αυξάνωνται αι προτεινόµεναι παρά του ∆Σ του Ιδρύµατος οργανικαί
θέσεις ουδέ να θεσπίζωνται διατάξεις εξαρτώσαι την εκτέλεσιν των ειρηµένων Κανονισµών εκ
της συµπράξεως οργάνων ξένων προς το Ίδρυµα, εκτός αν την σύµπραξιν τοιούτων οργάνων
προτείνη το ∆Σ του ΙΚΑ ή αύτη προβλέπεται υπό διατάξεων του παρόντος νόµου.
ιαχείριση και έλεγχος.
Άρθρον 17.
1. Ο τρόπος της οικονοµικής διαχειρίσεως του ΙΚΑ και το εν γένει λογιστικόν
σύστηµα θέλουν ορισθή δια Κανονισµού.
Η υπό του ΙΚΑ διενεργούµενη ασφάλισις διακρίνεται εις τέσσερας αυτοτελείς κλάδους
κατά την κατωτέρω διάκρισιν, τηρουµένων κεχωρισµένων λογαριασµών δι’ έκαστην τούτων.
2. Τα εξ εισφορών έσοδα του ΙΚΑ, κατανέµονται κατά µήνα εις τους λογαριασµούς
των διαφόρων κλάδων ασφαλίσεως, κατά τας ακολούθους αναλογίας.
α) 2/19 εις τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος.
β) 7,5/19 εις τον κλάδον αναπηρίας, γήρατος, θανάτου.
γ) 2/19 εις τον κλάδον ανεργίας.
δ) 7,5/19 εις τον κλάδον ανεργίας.
3. Αι πάσης φύσεως πρόσοδοι εκ των κεφαλαίων των ανωτέρω λογαριασµών,
περιέρχονται εις το οικείον λογαριασµόν. Πάντα τα λοιπά έσοδα, την διάθεσιν αυτών,
κατανέµονται κατά την εν τη προηγουµένω παράγραφω οριζοµένην αναλογίαν εις τους
διάφορους λογαριασµούς. ∆ωρεαί, κληρονοµίαι ή κληροδοσίαι προς το ΙΚΑ, υπό τον όρον της
χρησιµοποιήσεως των προς ωρισµένον σκοπόν, περιέρχονται εις τον ή τους σχετικούς
λογαριασµούς δι’ ων εξυπηρετείται ο τεθείς όρος.
Αι παροχαί του άρθρου 32 (έξοδα κηδείας) βαρύνουν τον κλάδον ασφαλίσεως παροχών
ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα.
Μεταφοραί ποσών ή πιστώσεων εκ τινος λογαριασµού εις τον άλλον απαγορεύονται,
εκτός αν οι αυτών επιδιώκεται διόρθωσις γενοµένων σφαλµάτων. Πόροι κατατεθέντες ή
πιστωθέντες εις ένα λογαριασµόν, χρησιµοποιούνται αποκλειστικώς δια την χορήγησιν των
ασφαλιστικών παροχών των πραγµατοποιουµένων υπό του κλάδου τούτου.
4. Αι δαπάναι διοικήσεως του ΙΚΑ αντιµετωπίζεται δια πόσων άτινα αφαιρούνται εκ
των διαφόρων λογαριασµών, κατ’ αναλογίαν των δαπανών διοικήσεως εκάστου κλάδου
ασφαλίσεως, κατά τα δια Κανονισµού ορισθησόµενα. Μέχρις εκδόσεως του εν λόγω
Κανονισµού, τα της κατά κλάδους κατανοµής καθορίζονται δι’ αποφάσεως του ∆.Σ.,
λαµβανοµένης προτάσει του Γενικού ∆ιευθυντού. Τα εν λόγω ποσά αναγράφονται εις τον
γενικόν προϋπολογισµόν, ον καταρτίζει ο Γενικός ∆ιευθυντής και εγκρίνει το ∆.Σ.
Τα ποσά ταύτα αποσυρόµενα εκ των σχετικών λογαριασµώ αποτελούν ίδιον
λογαριασµόν αποκαλούµενον «Λογαριασµόν διοικήσεως» και χρησιµοποιούνται
αποκλειστικώς προς κάλυψιν των εξόδων της διοικήσεως του Ι.Κ.Α.
5. Αι δαπάναι αποκτήσεως ακινήτων, ανεγέρσεως κτιρίων κ.λπ., προς στέγασιν
υπηρεσιών του Ι.Κ.Α., και εφοδιασµού του δια των αναγκαίων εγκαταστάσεων, κατανέµονται
δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. εις τους διαφόρους λογαριασµούς, κατ’ αναλογίαν της
χρησιµοποιήσεώς των δια τας ανάγκας εκάστου κλάδου ασφαλίσεως.
6. Οικονοµικόν έτος δια το ΙΚΑ είναι το ηµερολογιακόν τοιούτον.
7. Προµήθειαι πάσης φύσεως υλικού, µισθώσεις και εκτελέσεις οιωνδήποτε έργων, εφ’
όσον η σχετική δαπάνη δεν υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι εκατοµµυρίων δραχµών, δύνανται
να διενεργούνται αποφάσει του ∆Σ δια της συνάψεως απ’ ευθείας συµφωνίας. Προκειµένου
περί προµηθειών υλικού, η ανωτέρω διάταξις δεν δύναται να εφαρµόζεται ειµή άπαξ δι’
έκαστον υπό προµήθειαν είδος κατ’ έτος. ∆ια ποσά άνω των είκοσι εκατοµµυρίων δραχµών
διενεργείται πάντοτε µειοδοτικός διαγωνισµός. Τα της διενεργείας προµηθειών, µισθώσεων και
εκτελέσεων έργων, θέλει καθορίσει λεπτοµερέστερον ειδικός Κανονισµός.
Εξαιρετικώς επιτρέπεται η µη διενέργεια διαγωνισµού επί προµηθειών, µισθώσεων και
εκτελέσεων έργων, εφ’ όσον τούτο ήθελε κρίνει σκόπιµον και αναγκαίον το ∆Σ, δια
πλειοψηφίας 9 τουλάχιστον µελών, ή 8 µελών αν παρίστανται µόνον οκτώ.
8. Άπαντα τα στοιχεία της διαχειρίσεως του ΙΚΑ διαφυλάσσονται επί δεκαετίαν. ∆ια
κανονισµού δύναται να ορισθή η καταστροφή µέρους τούτων και προ της παρόδου της
ανωτέρω δεκαετίας.
9. Παρά τω ΙΚΑ λειτουργεί εννεαµελές Κεντρικόν Εποπτικόν Συµβούλιον
αποτελούµενον:
α΄) Εξ ενός µέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υποδεικνυοµένου µετά του
αναπληρωτού του υπό του Προέδρου αυτού, ως Προέδρου.
β΄) Εκ του Προϊσταµένου της ∆/νσεως Επιθεωρήσεως και Ελέγχου του Υπουργείου
Εργασίας, ως Αντιπροέδρου, αναπληρουµένου υπό ετέρου ∆/ντού του αυτού Υπουργείου, και
εξ ενός εισέτι ∆ιευθυντού του αυτού Υπουργείου, αναπληρουµένου υπό ετέρου ∆ιευθυντού.
γ΄) Εκ τριών ησφαλισµένων του ΙΚΑ υποδεικνυοµένων υπό της ΓΣΕΕ µετ’ ισαρίθµων
αναπληρωτών των εχόντων την αυτήν ιδιότητα.
δ΄) Εκ τριών εργοδοτών, ων το προσωπικόν υπάγεται εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ,
υποδεικνυοµένων από κοινού υπό των εν παραγρ. 9 του άρθρου 13 του παρόντος οριζοµένων
Επιµελητηρίων
Εν περιπτώσει µη υποδείξεως των υπό στοιχ. α, γ και δ µελών του Συµβουλίου εντός
15θηµέρου προθεσµίας, αφ’ ης ζητηθούν αι σχετικαί υποδείξεις παρά του Υπουργού Εργασίας,
ο Υπουργός διορίζει ταύτα κατ’ οικείαν κρίσιν.
Άπαντα τα µέλη του Κεντρ. Επ. Συµβουλίου, διορίζονται µετά των αναπληρωτών των δι’
αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως
επί τριετή θητεία.
Χρέη Γραµµατέως του Εποπτικού Συµβουλίου εκτελεί εις των υπαλλήλων του
Υπουργείου Εργασίας ή του Ιδρύµατος, διοριζόµενος µετά του αναπληρωτού του δι’
αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας.
Το Κεντρ. Εποπτικόν Συµβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων πέντε τουλάχιστον εκ
των µελών αυτού, µεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και λαµβάνει αποφάσεις
δια της πλειοψηφίας των παρόντων µελών και δια ψήφων ουχί ολιγωτέρων των τεσσάρων, εν
ισοψηφία υπερισχυούσης της γνώµης υπέρ ης εδόθη η ψήφος του προεδρεύοντος.
Παρά τοις σοβαρωτέροις Υποκαταστήµασι του ΙΚΑ, οριζοµένοις δι’ αποφάσεων του
Κ.Ε.Σ. συνιστώνται πενταµελή Τοπικά Εποπτικά Συµβούλια αποτελούµενα:
α) Εξ ενός δικαστικού, επί βαθµώ τουλάχιστον Πρωτοδίκου ή ενός ανωτέρου
ηµοσίου Οικονοµικού Υπαλλήλου, ως Προέδρου.
β) Εκ δύο ησφαλισµένων του ΙΚΑ, υποδεικνυοµένων υπό της ΓΣΕΕ µετά δύο
αναπληρωτών των, εχόντων την αυτήν ιδιότητα.
γ) Εκ δύο εργοδοτών, ων το προσωπικόν ασφαλίζεται εις το ΙΚΑ, υποδεικνυοµένων
κατά την εν παρ. 9 του άρθρου 13 του παρόντος προβλεποµένην διαδικασίαν υποδείξεως των εξ
εργοδοτών µελών των Τοπικών ∆ιοικητικών Επιτροπών µετ’ ισαρίθµων αναπληρωτών των,
εχόντων την ιδιότητα των αναπληρουµένων.
Εν περιπτώσει µη υποδείξεως των υπό στοιχ. β΄ και γ΄ µελών των Τ.Ε.Σ. εντός
15θηµέρου προθεσµίας, αφ’ ης ζητηθούν αι σχετικαί υποδείξεις παρά του διορίζοντος οργάνου
τούτο διορίζει ταύτα κατ’ οικείαν κρίσιν.
Άπαντα τα µέλη των Τοπικών Εποπτικών Συµβουλίων διορίζονται µετά των
αναπληρωτών των δι’ αποφάσεως του οικείου Νοµάρχου, δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος
της Κυβερνήσεως, επί τριετεί θητεία.
Το Τοπικόν Εποπτικόν Συµβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων τριών τουλάχιστον
µελών, εν οις ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και λαµβάνει αποφάσεις δια της πλειοψηφίας των
παρόντων µελών και δια ψήφων ουχί ολιγωτέρων των τριών.
Το Τοπικόν Εποπτικόν Συµβούλιον εκλέγει δια µυστικής ψηφοφορίας, κατά την πρώτην
αυτού συνεδρίασιν τον Αντιπρόεδρον αυτού µεταξύ των υπό στοιχ. β΄ και γ΄ µελών.
Χρέη Γραµµατέων των Τοπικών Εποπτικών Συµβουλίων εκτελούν υπάλληλοι του
Ιδρύµατος οριζόµενοι υπό του Προέδρου αυτών.
Το Κεντρικόν Εποπτικόν Συµβούλιον του Ι.Κ.Α. ελέγχει τη νοµιµότητα της οικονοµικής
διαχειρίσεως του Ιδρύµατος και τα πεπραγµένα των Τ.Ε.Σ., άτινα υπάγονται υπό την
καθοδήγησιν αυτού, δυνάµενον να τροποποιή και αποφάσεις τούτων κατά τα ειδικώτερον δια
Κανονισµού ορισθησόµενα.
Τα Τοπικά Εποπτικά Συµβούλια ελέγχουν την νοµιµότητα της οικονοµικής διαχειρίσεως
των παρ’ οις λειτουργούντων Υπ/των του ΙΚΑ και των υπό την δικαιοδοσίαν τούτων
υπαγοµέννω κατά τας αποφάσεις του Κ.Ε.Σ. ετέρων Υπ/των παρ’ οις εν λειτουργούν ίδια
Τ.Ε.Σ., και υπηρεσιών του Ι.Κ.Α.
Ο κατά τα ανωτέρω έλεγχος της νοµιµότητος της οικονοµικής διαχειρίσεως του ΙΚΑ
παρά των Εποπτικών Συµβουλίων συνίσταται εις την άσκησιν κατασταλτικού µόνον ελέγχου,
του προληπτικού τοιούτου ασκουµένου κατά τα κατωτέρω οριζόµενα.
Τα Εποπτικά Συµβούλια εκδίδουν αποφάσεις καταλογισµού κατά τα ειδικώτερον δια
Κανονισµού ορισθησόµενα, αίτινες εκτελούνται καθ’ ον τρόπο και δι’ ων µέσων αι κατά των
δηµοσίων υπολόγων εκδιδόµεναι καταλογιστικαί αποφάσεις. Κατά των καταλογιστικών
αποφάσεων των Τ.Ε.Σ. επιτρέπεται έφεσις εντός µηνός από της κοινοποιήσεως αυτών εις τον
υπόλογον, ενώπιον του Κ.Ε.Σ. κατά δε των αποφάσεων του Κ.Ε.Σ. είτε εν πρώτω, είτε εν
δευτέρω βαθµώ εκδιδοµένων, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον των ∆ευτεροβαθµίων
Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων, ασκουµένη εντός µηνός από της κοινοποιήσεως της σχετικής
αποφάσεως εις τον υπόλογον.
Τα Εποπτικά Συµβούλια συντάσσουν άπαξ τουλάχιστον καθ’ εξάµηνον έκθεσιν περί του
πορίσµατος του ελέγχου διαχειρίσεως, ήτις δηµοσιεύεται εν τω συνόλων της ή εν περιλήψει εις
ειδικόν δελτίον του Ιδρύµατος.
Ο προληπτικός της οικονοµικής διαχειρίσεως του Ι.Κ.Α., συνιστάµενος εις την προ
πάσης εξοφλήσεως οιουδήποτε εντάλµατος πληρωµής, εξαιρέσει των αφορώντων εις την
εξόφλησιν των υπό του Ιδρύµατος χορηγουµένων παροχών προς του ησφαλισµένους και
συνταξιούχους, διαπίστωσιν ότι η πληρωµή εντέλλεται εντός των ορίων του προϋπολογισµού,
ότι εν τη διενεργεία της δαπάνης ετηρήθησαν αι ισχύουσαι εκάστοτε διατάξεις περί
πραγµατοποιήσεως ταύτης και ότι επισυνάπτωνται εις το οικείον ένταλµα άπαντα τα
δικαιολογητικά, τα αποδεικνύοντα το νόµιµον της πληρωµής, ασκείται παρά παρέδρων του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, οριζοµένων υπό του Προέδρου αυτού και προκειµένου περί Υπ/των και
Υπηρεσιών εις ας δεν είναι δυνατή η χρησιµοποίησης Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου
παρ’ υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονοµικών, (Γενική ∆/σις ∆ηµοσίου Λογιστικού)
οριζοµένων υπό του Υπουργού Οικονοµικών.
Εν περιπτώσει διαφωνίας µεταξύ της ∆ιοικήσεως και των ασκούντων τον προληπτικόν
έλεγχον οργάνων, αύτη εφ’ όσον µεν αναφέρεται εις δαπάνας της Γενικής ∆ιευθύνσεως του
Ι.Κ.Α. και των εν τη Περιφερεία της τέως ∆ιοικήσεως Πρωτευούσης λειτουργουσών πάσης
φύσεως υπηρεσιών του Ι.Κ.Α. επιλύεται δια πράξεως του αρµοδίου Τµήµατος του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, εις πάσας δε τας λοιπάς περιπτώσεις δια πράξεως τριµελούς Επιτροπής,
αποτελουµένης εκ των εν τη περιφερεία του οικείου Υποκαταστήµατος του Ιδρύµατος
Κοινωνικών Ασφαλίσεων εδρεύοντος Επιθεωρητού δηµοσίων υπολόγων και δύο ανωτέρων
δηµοσίων υπαλλήλων, οριζοµένων υπό του οικείου Νοµάρχου. Πάντα τα σχετιζόµενα προς την
εφαρµογήν της παρούσης διατάξεως θέµατα ορισθήσονται δια Κανονισµού.
Επί τη αιτήσει των Εποπτικών Συµβουλίων ή των Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
δύναται προς διευκόλυνσιν του έργου των να αποσπώνται παρ’ αυτοίς ωρισµένοι υπάλληλοι
του Ιδρύµατος κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας. Οι κατά τα ανωτέρω αποσπώµενοι
παρά τοις Εποπτικοίς Συµβουλίοις υπάλληλοι του Ιδρύµατος δεν δύνανται ν’ ανακληθώσιν εκ
της αποσπάσεως προ της παρελεύσεως πενταετίας, εκτός αν προ ταύτης αιτήσωσι τούτο οι ίδιοι
ή το Ελεγκτικόν Συµβούλιον ή ο Πάρεδρος.
Ο τρόπος της λειτουργίας και εκπλήρωσις του έργου των Εποπτικών Συµβουλίων και
γενικώτερον τα της ασκήσεως του ελέγχου, ορισθήσεται ειδικώτερον τα της ασκήσεως του
ελέγχου, ορισθήσεται ειδικώτερον δια Κανονισµού, εντός των πλαισίων των ανωτέρω
διατάξεων.
Τα πραγµατικά έξοδα κινήσεως των µετεχόντων εις τα Εποπτικά Συµβούλια µελών, των
Παρέδρων και των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονοµικών, δύνανται να ορίζωνται και κατ’
αποκοπήν δι’ αποφάσεως του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, εγκρινοµένης υπό των Υπουργών
Οικονοµικών και Εργασίας.
Μέχρις ορισµού των κατά τα ανωτέρω οργάνων ασκήσεως του προληπτικού ελέγχου,
ούτος ενασκείται βάσει των σχετικών διατάξεων της ισχυούσης κατά την δηµοσίευσιν του
παρόντος νοµοθεσίας του ΙΚΑ.
Επενδύσεις κεφαλαίων.
Άρθρον 18.
1. Τα διαθέσιµα κεφάλαια του Ι.Κ.Α., δύνανται να επενδύωνται κατά τας διατάξεις
Κανονισµού, τηρουµένων και των εκάστοτε ισχυουσών γενικών διατάξεων περί επενδύσεως
των κεφαλαίων Ν.Π.∆., εις χρεώγραφα του κράτους και εις αξίας ηγγυηµένας παρ’ αυτού, εις
µετοχάς µεγάλων Τραπεζών ή Εταιρειών Κοινής Ωφελέιας, εις δάνεια προς Συνεταιρισµούς, ως
και εις ακίνητα.
2. Το Ι.Κ.Α. δύναται να διαθέτη µέρος της περιουσίας του :
α) Προς επέκτασιν και πλουτισµόν, χάριν των σκοπών της ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α., των
εκασταχού παρών ανεπαρκών υγειονοµικών κ.λπ. Κέντρων και εγκαταστάσεων ανηκόντων εις
το Κράτος, ∆ήµους, Κοινότητας, Ιδρύµατα και Φιλανθρωπικάς Οργανώσεις.
β) Προς ανέγερσιν ή επέκτασιν κτισµάτων ή αγοράν οικοπέδων ή ετοίµων οικοδοµών,
προς διευκόλυνσιν της λειτουργίας του και την επίτευξην των υπό τούτου επιδιωκοµένων
σκοπών, και τον εξοπλισµόν αυτών µε τα αναγκαιούντα µέσα και εγκαταστάσεις (γραφεία,
νοσοκοµεία, σανατόρια, µαιευτήρια, παιδικοί σταθµοί, πρεβεντόρια, παιδικαί κατασκηνώσεις,
πάσης φύσεως κέντρα προληπτικής δράσεως, υδροθεραπευτήρια κ.λ.π.).
Εις την περίπτωσιν του εδαφίου α΄ το ΙΚΑ δικαιούται να συµµετέχη εις την διοίκησιν των
οικείων υγειονοµικών εγκαταστάσεων και να ενασκή έλεγχον επί τούτων, εις έκτασιν
καθοριζοµένην δια των µεταξύ αυτού και του Κράτους, των ∆ήµων, Κοινοτήτων, Ιδρυµάτων
και Φιλανθρωπικών Οργανώσεων συναπτοµένων συµφωνιών.
γ) ∆ια την σύστασιν εργοστασίων ή εργαστηρίων, δια την κατασκευήν προσθέτων
µελών ή άλλων ειδών χρησίµων δια τους της ασφαλίσεως, ως και δια την αγοράν και
δηµιουργίαν αποθεµάτων εκ των ανωτέρω ειδών.
3. Το ∆ηµόσιον, οι ∆ήµοι και αι Κοινότητες, δύνανται να παραχωρώσι δωρεάν κατά
κυριότητα εις το Ι.Κ.Α. ή επί τιµήµατι οριζοµένω υπό του Υπουργού Οικονοµικών, τα
κατάλληλα γήπεδα προς εκπλήρωσιν των εν τω εδαφίω β΄ της προηγουµένης παραγράφου
σκοπών.
4. Απαγορεύεται η ενέργεια πάσης φύσεως δωρεών υπό του Ι.Κ.Α., άνευ ειδικής περί
τούτου διατάξεως ειδικού δια το Ι.Κ.Α. Νόµου.
Απαλλαγαί
Άρθρον 19.
1. Το ΙΚΑ απαλλάσσεται παντός δηµοσίου, δηµοτικού, κοινοτικού ή λιµενικού φόρου,
αµέσου ή εµµέσου, παντός τέλους ταχυδροµικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και
απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών, και προνοµίων, δικαστικών, διοικητικών και
οικονοµικών, ως εάν είναι αυτό το ∆ηµόσιον.
2. Αι προµήθειαι του Ι.Κ.Α. και δια τα λογαριασµόν αυτού εκτελούµενα έργα, αι
µισθώσεις και αι πάσης φύσεως πληρωµαί αυτού, απαλλάσσονται των υπέρ του Μετοχικού
Ταµείου Πολιτικών Υπαλλήλων ή άλλου οιουδήποτε Οργανισµού ή λογαριασµού
θεσπιζοµένων εισφορών.
3. Ο εις το Ι.Κ.Α. επιβαλλόµενος δια δικαστικής αποφάσεως όρκος, δίδεται υπό του δι’
αποφάσεως του Γενικού ∆ιευθυντού οριζοµένου προσώπου.
Εις πάσαν περίπτωσιν, ο τοιούτος όρκος διατυπούται υπό τον τύπον του πιστεύειν και µη
γιγνώσκειν, εις την τροποποίησιν δε ταύτην του τύπου, δύναται να προβή ο δίδων τον όρκον
κατά την δόσιν αυτού και εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο όρκος διετυπώθη άλλως, χωρίς να
είναι αναγκαία η έκδοσις περί τούτου αποφάσεως.
4. Άπασαι αι δίκαι του ΙΚΑ εισάγονται παρ’ αυτού ενώπιον παντός δικαστηρίου και του
Αρείου Πάγου, ως νόµω προτετιµηµέναι, την ογδόην ηµέραν από της κλητεύσεως άνευ
πράξεως προτιµήσεως. Επίσης αι κατ’ εργοδοτών και ησφαλισµένων επί παραβάσει του
παρόντος ποινικαί αγωγαί, εφ’ όσον αφορώσιν πταίσµατα και πληµµελήµατα, εισάγονται δι’
απ’ ευθείας κλήσεως, εκδικαζόµεναι ανυπερθέτως εντός δύο µηνών από της υποβολής
σχετικής µηνύσεως.
5. α) Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις του ΙΚΑ, δια λόγους κοινής
ωφελείας, ιδιωτικής περιουσίας, δια την ανέγερσιν και ίδρυσιν ιατρείων, κλινικών,
νοσοκοµείων, σανατορίων και αναρρωτηρίων του Ι.Κ.Α.
β) Η απαλλοτρίωσις αύτη ενεργείται, και η καταβλητέα αποζηµίωσις καθορίζεται, κατά
τα υπό του Αναγκαστικού Νόµου 1737/1939 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» ως ούτος
ετροποποιήθη µεταγενεστέρως, οριζόµενα.
7. Η εις τας χείρας του Ι.Κ.Α. κατασχέσεις είναι άκυρος και αποδίδει το ΙΚΑ, τα
κατασχεθέντα, εκτός εάν η κατάσχεσις επεβλήθη δυνάµει αδείας του αρµοδίου Προέδρου των
Πρωτοδικών, ως και εάν εις περίπτωσιν καθ’ ην η απαίτησις, δι’ ην επιβάλλεται η κατάσχεσις,
στηρίζεται επί τελεσίδικου δικαστικής αποφάσεως ή επίσης στηρίζεται επί οποιουδήποτε άλλου
δηµοσίου εγγράφου επέχοντος θέσιν τίτλου εκτελέσεως, και γίνεται µνεία αυτής εν τω
κατασχετηρίω.
8. Τα παρά του Ι.Κ.Α. τηρούµενα λογιστικά βιβλία αποτελούν εντελή απόδειξιν περί τε
της αληθείας και του µεγέθους των απαιτήσεών του κατά παντός, µέχρι παραγραφής των
απαιτήσεων τούτων, απόσπασµα δε των εν λόγω βιβλίων υπογεραµµένον υπό του Γενικού
ιευθυντού ή των ∆ιευθυντών των Υποκ/µάτων, αποτελεί πλήρη απόδειξιν ενώπιον των
ικαστηρίων.
Υπηρεσίαι – ∆ιοικητικόν Προσωπικόν
Άρθρον 20.
1. Η υπηρεσία του ΙΚΑ διεξάγεται δι’ εµµίσθων υπαλλήλων και υπηρετών, τακτικών και
εκτάκτων.
2. ∆ια Κανονισµού θέλουσι ορισθή τα της συνθέσεως των υπηρεσιών της Γενικής
ιευθύνσεως και των Υποκαταστηµάτων και λοιπών υπηρεσιών του Ιδρύµατος.
3. Τα της καταστάσεως του διοικητικού προσωπικού του ΙΚΑ, ήτοι τα των προσόντων
και τα της επιλογής και προσλήψεως αυτού εν γένει, αι κατηγορίαι και διαβαθµίσεις τούτου, αι
ευθύναι, τα καθήκοντα και ο χρόνος εργασίας, τα της προαγωγής του εν γένει, οι περιορισµοί
και τα ασυµβίβαστα, αι άδειαι, τα φύλλα ποιότητος, αι µεταβολαί, η αρχαιότης, αι ηθικαί
αµοιβαί, τα πειθαρχικά αδικήµατα και αι πειθαρχικαί ποιναί, η πειθαρχική δικαιοδοσία και
διαδικασία, τα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, ως και παν έτερον θέµα αφορών την
κατάστασιν του προσωπικού εν γένει, θέλουσι ρυθµισθή δια Κανονισµού.
Η πρόσληψις του προσωπικού του Ι.Κ.Α. ενεργείται πάντοτε κατόπιν διαγωνιστικών
εξετάσεων, αναγγελλοµένων δηµοσία ένα τουλάχιστον µήνα προ της διενεργείας τούτων. Αι
διαγωνιστικαί εξετάσεις περιλαµβάνουν πάν πρόσφορον µέσον, γραπτόν ή προφορικόν ή
επαγγελµατικάς εφαρµογάς ή αξιολογικάς βάσει τυπικών και ουσιαστικών προσόντων
συγκρίσεις προς εξακρίβωσιν των προσωπικών και επαγγελµατικών ικανοτήτων των
υποψηφίων. Αι λεπτοµέρειαι της διεξαγωγής των εν λόγω διαγωνιστικών εξετάσεων θέλουν
καθορισθή δια του προµνησθέντος Κανονισµού.
Των κατά τα ανωτέρω περί διαγωνισµών διατάξεων δύνανται να εξαιρούνται δια του
Κανονισµού αι προσλήψεις εις ωρισµένας θέσεις εργατοτεχνιτών του Ι.Κ.Α. Οι εις πλήρωσιν
των ανωτέρω θέσεων προσλαµβανόµενοι δύνανται να προσλαµβάνωνται επί συµβάσει
εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ωρισµένης ή αορίστου διαρκείας.
Ειδικός Κανονισµός δύναται να προβλέψη ωσαύτως περί του τρόπου επιλογής και
χρησιµοποιήσεως παρά του Ι.Κ.Α. προσώπων ασκούντων ελευθέρια επαγγέλµατα και µη
προσλαµβανόντων την ιδιότητα του υπαλλήλου του Ι.Κ.Α. (δικηγόρων, µηχανικών,
αρχιτεκτόνων κ.λ.π.) εξασφαλιζοµένης πάντως της δι’ αξιολογικής διαβαθµίσεως επιλογής των
δοκιµωτέρων εκ των υποψηφίων.
4. Οι περί ων η παρ. 3 του παρόντος άρθρου και το Άρθρον 22 Κανονισµοί ρυθµίσεως
της καταστάσεως του προσωπικού του Ιδρύµατος, δέον όπως εγκαίρως τροποποιούµενοι
προβλέψουν την εφαρµογήν από 1ης Ιανουαρίου 1953 συστήµατος αξιολογικής
χρησιµοποιήσεως και αµοιβής του προσωπικού του Ι.Κ.Α., βασιζοµένου επί των ακολούθων
ειδικωτέρων αρχών:
α) Επί της αρχής της κατατάξεως του προσωπικού εις τάξεις, καθοριζοµένων των
καθηκόντων και ευθυνών του εις εκάστην τάξιν ανήκοντος προσωπικού και των ελαχίστων
προσόντων των απαιτουµένων δια την εις εκάστην τάξιν κατάταξιν ή πρόσληψιν.
β) Επί της αρχής του καθορισµού ιδιαιτέρων αποδοχών δι’ εκάστην τάξιν, µε
διαφορισµόν ανωτάτων, µέσων και κατωτάτων αποδοχών, αναλόγως των ευθυνών και
υποχρεώσεων εκάστης θέσεως. Οι το πρώτον διοριζόµενοι λαµβάνουν υποχρεωτικώς τας
κατωτάτας αποδοχάς της τάξεως εις ην κατατάσσονται.
γ) Επί της αρχής της πληρώσεως απασών των κενών θέσεων βάσει διαγωνιστικών
εξετάσεων κατά το ειδικώτερον οριζόµενα εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
δ) Επί της αρχής της µονιµοποιήσεως των το πρώτον προσλαµβανοµένων µετά
ενιαυσίαν δοκιµασίαν. Το µονιµοποιηθέν προσωπικόν δεν δύναται να απολυθή ειµή δια
δεδικαιολογηµένην αιτίαν ή δια κατάργησιν θέσεως κατά τα ειδικώτερον δια των Κανονισµών
ορισθησόµενα.
ε) Επί της αρχής της πληρώσεως των δηµιουργηµένων κενών δια προαγωγής των εκ του
υπηρετούντος προσωπικού κεκτηµένων τα δια τας υπό πλήρωσιν θέσεις προβλεπόµενα
προσόντα. Αι προαγωγαί ενεργούνται πάντοτε κατά το υπό του Κανονισµού ορισθησόµενον
σύστηµα επιλογής των ικανοτέρων.
στ) Επί της αρχής της κατά περιοδικά διαστήµατα καταρτίσεως φύλλων ποιότητος του
προσωπικού περί των ικανοτήτων, της αποδόσεως, της φιλεργίας, του ήθους αυτού και παντός
ετέρου χρησίµου δια την αξιολόγησίν του στοιχείου.
ζ) Επί της αρχής της µετεκπαιδεύσεως του προσωπικού, επί τη βάσει συγχρόνων
µεθόδων, επί τω τέλει βελτιώσει της αποδόσεώς του.
5. ∆ια την πλήρωσιν των εις ανωτάτας θέσεις κενών του Ιδρύµατος, εφ’ όσον οι εκ του
υπηρετούντος προσωπικού κεκτηµένοι τα δια την προαγωγήν εις ταύτας τυπικά προσόντα δεν
κρίνονται ως έχοντες και τα απαραίτητα δια την κατάληψιν τούτων ουσιαστικά τοιαύτα,
δύναται, καθ’ α θέλει ορίσει Κανονισµός, δι’ αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συµβουλίου,
ληφθησοµένης εντός τριµήνου από της ισχύος του Κανονισµού, αύτη να ενεργηθή δια της
ανακατατάξεως εις ταύτας υπηρετούντων οργάνων του Ι.Κ.Α., ανεξαρτήτως του βαθµού ον
κέκτηνται, εφ’ όσον δε πάντως έχουσι τα δια την εις ην ανακατατάσσοντα θέσιν προσόντα
σπουδών, ή εν ελλείψει τοιούτων δι’ απευθείας διορισµού εις ταύτας προσώπων µη
υπηρετούντων παρά τω Ιδρύµατι και µέχρι του 1/4 των υφισταµένων κενών, εφ’ όσον δε και τα
πρόσωπα ταύτα κέκτηνται τα απαιτούµενα δια την κατάληψιν των εις ας διορίζονται θέσεων
προβλεπόµενα προσόντα.
Άρθρον 21.
Ειδικός Κανονισµός θέλει ρυθµίσει τα της συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του
Ιδρύµατος. ∆ια του ως άνω Κανονισµού δεν δύναται όµως να θεσπισθούν όροι
συνταξιοδοτήσεως ευνοϊκώτεροι των ισχυόντων δια τους πολιτικούς δηµοσίους υπαλλήλους.
Εν περιπτώσει καθ’ ην το κατά τα ανωτέρω θεσπιζόµενον σύστηµα συνταξιοδοτήσεως του
προσωπικού του Ιδρύµατος είναι δαπανηρότερον του υπό του παρόντος προβλεποµένου
γενικού τοιούτου, η επί πλέον δαπάνη καλύπτεται υποχρεωτικώς δια προσθέτων εισφορών του
προσωπικού του Ιδρύµατος.
Υγειονοµικόν Προσωπικόν.
Άρθρον 22.
Τα αφορώντα εις την σύνθεσιν και λειτουργίαν των Υγειονοµικών και συναφών προς
ταύτας υπηρεσιών του Ι.Κ.Α. θέµατα ως και τα της καταστάσεως του πάσης φύσεως
υγειονοµικού προσωπικού του Ιδρύµατος, ρυθµισθήσονται δια Κανονισµών.
Αι διατάξεις των εδαφίων 2 και 3 της παραγράφου 3 του άρθρου 20 και η διάταξις του
άρθρου 21 εφ’ όσον πρόκειται περί οργάνων εχόντων την ιδιότητα υπαλλήλων ή υπαγοµένων
εις την ασφάλισιν του κλάδου αναπηρίας, γήρατος και θανάτου του ΙΚΑ εφαρµόζονται και ως
προς το ανωτέρω προσωπικόν. ∆εν ισχύουν όµως ως προς τούτο αι διατάξεις νόµων περί
προστασίας απολυοµένων εκ του στρατού πολεµιστών.
Υπηρεσιακόν Συµβούλιον
Άρθρον 23.
1. Παρά τω ΙΚΑ συνιστάται Υπηρεσιακόν Συµβούλιον αποτελούµενον: α) εκ του
Προέδρου του ∆.Σ. του Ιδρύµατος ως Προέδρου, αναπληροµένου υπό ενός των εν τω ∆.Σ.
τακτικών ή αναπληρωµατικών µελών της τάξεως των ειδικών επιστηµόνων όπερ µετέχον του
Συµβουλίου προεδρεύει τούτου, β) εξ ενός Αρεοπαγίτου, υποδεικνυοµένου υπό του Προέδρου
του Αρείου Πάγου, µεθ’ ενός αναπληρωτού του, γ) εκ του Νοµικού Συµβουλίου του ΙΚΑ,
αναπληρουµένου υπό ενός εκ των παρά τη Γεν. ∆/σει υπηρετούντων δικηγόρων του ΙΚΑ
οριζοµένου δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. τούτου, δ) εκ των Αντιπροέδρων του ∆.Σ.,
αναπληρουµένων υπό ετέρων δύο τακτικών ή αναπληρωµατικών, µελών του ∆ιοικητικού
Συµβουλίου, εκ των τάξεων των αναπληρουµένων, υποδεικνυοµένων υπό του ∆ιοικητικού
Συµβουλίου, ε) εκ του Γενικού ∆ιευθυντού του ΙΚΑ και στ) εκ του Αναπληρωτού του Γενικού
ιευθυντού. Τα υπό στοιχεία ε΄ και στ΄ µέλη του Συµβουλίου αναπληρούνται εν ελλείψει
τοιούτων ως και εν περιπτώσει κωλύµατος ή απουσίας των, υπό ανωτέρων ή ανωτάτων
υπαλλήλων του ΙΚΑ υποδεικνυοµένων υπό του ∆.Σ.
Άπαντα τα µέλη του ΙΚΑ του Υπηρεσιακού Συµβουλίου µετά των αναπληρωτών των,
διορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος της
Κυβερνήσεως.
ια της αυτής αποφάσεως ορίζεται ο Αντιπρόεδρος του Συµβουλίου. Η θητεία των ουχί
λόγω θέσεως µελών του εν λόγω Συµβουλίου, ορίζεται τριετής.
Το Υπηρεσιακόν Συµβούλιον ασκεί τας υπό του παρόντος Νόµου και των Κανονισµών του
ΙΚΑ ανατιθεµένας αυτώ αρµοδιότητος επί παντός θέµατος αφορώντος τα της καταστάσεως του
πάσης φύσεως προσωπικού του Ιδρύµατος, συµπεριλαµβανοµένης και της πειθαρχικής
δικαιοδοσίας.
Κατ’ αποφάσεων του Υπηρεσιακού Συµβουλίου, δι’ ας υπάρχει µειοψηφία δύο
τουλάχιστον µελών, επιτρέπεται η άσκησις αιτήσεως αναθεωρήσεως εντός δεκαηµέρου
ανατρεπτικής προθεσµίας από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως ενώπιον του αυτού
Συµβουλίου, συµπληρουµένου εν τη περιπτώσει ταύτη δι’ ενός καθηγητού ή υφηγητού της
Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, υποδεικνυοµένου µετά του αναπληρωτού του
υπό της Σχολής και δι’ ενός τακτικού µέλους του Ανωτάτου Συµβουλίου ∆ηµοσίων
Υπαλλήλων, υποδεικνυοµένου µετά του αναπληρωτού του υπό του Προέδρου τούτου.
2. Χρέη εισηγητού παρά τω ως άνω Συµβουλίω εκτελεί ο Αναπληρωτής του Γεν.
ιευθυντού ή ο αναπληρών τούτον ανώτερος υπάλληλος του Ιδρύµατος, Γραµµατέως δε έτεροι
υπάλληλοι, οριζόµενοι υπό του ∆.Σ. του ΙΚΑ.
3. Τα της λειτουργίας εν γένει του Ανωτέρου Συµβουλίου του ΙΚΑ, εγκρινοµένων υπό
του Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ∆΄
Έσοδα της ασφαλίσεως.
Άρθρον 24.
Το ΙΚΑ έχει ως πόρους:
α΄) Εισφοράς των παρ’ αυτώ ησφαλισµένων.
β΄) Εισφοράς των εργοδοτών.
γ΄) Τα ποσά τα προερχόµενα εκ της δια κανονισµού ορισθησοµένης τυχόν συµµετοχής
των ησφαλισµένων ή των συνταξιούχων εις τας δαπάνας δια την χορήγησιν εις αυτούς και τα
µέλη της οικογενείας των ασφαλιστικών παροχών.
δ΄) Τας πάσης φύσεως προσόδους εκ της περιουσίας αυτού.
ε΄) Τα πρόστιµα και τας χρηµατικάς ποινάς τας επιβαλλοµένας δια παραβάσεις του
παρόντος νόµου, ων ο τρόπος ος εις το ΙΚΑ αποδόσεως θέλει ορισθή δια διατάγµατος,
προκαλουµένου υπό του Υπουργού Εργασίας, αιτήσει του ∆.Σ. του ΙΚΑ.
στ) Παν έσοδον πραγµατοποιούµενον παρ’ αυτού εκ δωρεάς, κληρονοµίας, κληροδοσίας
ή άλλης αιτίας και
ζ) Τα εκ της παρά του ΙΚΑ διαθέσεως των χρησίµων δια την λειτουργίαν της
ασφαλίσεως εντύπων και άλλων εκδόσεων, άτινα θέλουσιν ορίσει Κανονισµοί.
η) Εισφοράς του Κράτους, καταβλητέας, από του οικονοµικού έτους 1953-1954,
καθοριζοµένης δε κατ’ έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού Οικονοµικών, δια της αναγραφής της
σχετικής πιστώσεως εις τον ειδικόν προϋπολογισµόν του Υπουργείου Εργασίας. Αν εν λόγω
κρατικαί εισφοραί κατανέµονται προτάσει του ∆.Σ. του ΙΚΑ δι’ αποφάσεως του Υπουργού
Εργασίας εις ένα ή πλείονας των ασφαλιστικών κλάδων, και αναλόγως των αναγκών εκάστου.

Άρθρον 25.
1. Αι δι’ εκάστην ηµέραν εργασίας εισφοραί προς το ΙΚΑ υπέρ εκάστου κλάδου
ασφαλίσεως, ήτοι:
α) ∆ια τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα.
β) ∆ια τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος.
γ) ∆ια τον κλάδον ανεργίας, γήρατος, θανάτου και
δ) ∆ια τον κλάδον ανεργίας
ορίζονται δι’ έκαστον, και κατανέµονται κατά τα εν τω κατωτέρω πίνακι αναφερόµενα
ποσοστά, επί του ηµερησίου τεκµαρτού µισθού του ησφαλισµένου.
     α) κλάδ. β) κλάδ. γ) κλάδ. δ) κλάδ. Σύνολ.
Εις βάρος ησφαλισµένου 0,75 2,5 1,75 0 5
Εις βάρος εργοδότου 1,25 5 5,75 2 14
2 7,50 7,50 2 19
Επί αυτοτελώς εργαζοµένου ησφαλισµένω ούτοι βαρύνονται και µε το ποσοστόν της
εργοδοτικής εισφοράς.
Η κατά τ’ ανωτέρω εισφορά εκ 2% δια τον κλάδον ανεργίας, δύναται να µειούται µέχρις
1%, δι’ αποφάσεων του Υπουργικού Συµβουλίου λαµβανοµένων δια της Εφηµερίδος της
Κυβερνήσεως. Κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν δύναται όµως αύτη µειωθείσα να αυξάνεται
εκ νέου µέχρι του 2%.

2. ∆ια τον υπολογισµόν των κατά την προηγούµενην παράγραφον εισφορών και των
κατά των παρόντα νόµον παροχών, τα υπαγόµενα εις την ασφάλισιν του παρόντος πρόσωπα, τα
παρέχοντα εξηρτηµένην εργασίαν, κατατάσσονται εις µίαν των ακολούθων δώδεκα
ασφαλιστικών κλάσεων, δι’ ας προσδιορίζονται τα έναντι εκάστης τούτων αναφερόµενα
τεκµαρτά ηµεροµίσθια, εφ’ ων και υπολογίζονται αι εισφοραί.

ι’ αποφάσεων του ∆.Σ. στρογγυλεύονται εις ακεραίας εκατοντάδας, ή πεντάδας
εκατοντάδων ή χιλιάδας δραχµών αι δι’ εκάστην ασφαλιστικήν κλάσιν καταβλητέαι κατά τας
διατάξεις του παρόντος άρθρου εισφοραί.
3. ∆ι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του ΙΚΑ, εγκρινοµένων παρά του Υπουργού Εργασίας,
δύναται, εν περιπτώσει ουσιωδών µεταβολών του τιµαρίθµου κόστους της ζωής, να
αυξοµειούνται τα ανώτατα και κατώτατα όρια ηµερησίων µισθών εκάστης κλάσεως και
αναλόγως τα τεκµαρτά ηµεροµίσθια ως και να προστίθενται νέαι κλάσεις.
4. Ως ηµερήσιος µισθός δια την κατάταξιν των ησφαλισµένων εις ασφαλιστικές κλάσεις
νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων εις χρήµα και εις είδος, των τελευταίων τούτων
αποτιµωµένων εις χρήµα δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α.
5. Κανονισµός θέλει ορίσει τα του τρόπου εξευρέσεως του ηµερησίου µισθού. ∆ια του
Κανονισµού δύναται να προβλεφθή η κατάταξις ωρισµένων κατηγοριών ησφαλισµένων
παρεχόντων, εξηρτηµένην εργασίαν εις κλάσεις, δι’ αποφάσεων του ∆.Σ., βάσει του µέσου
όρου των τεκµαιροµένων αποδοχών τούτων.
Προκειµένου περί αυτοτελώς εργαζοµένων ησφαλισµένων ούτοι κατατάσσονται εις
ασφαλιστικάς κλάσεις κατά κατηγορίας βάσει του τεκµαιροµένου εισοδήµατος εκάστης
κατηγορίας τούτων, δι’ αποφάσεων του ∆.Σ.
6. Αι µέχρι της ενάρξεως της εφαρµογής του συστήµατος της κατά τα ανωτέρω
κατατάξεως των ησφαλισµένων εις ασφαλιστικάς κλάσεις, πραγµατοποιηθείσαι εν τη
ασφαλίσει του Ι.Κ.Α. ηµέραι εργασίας λογίζονται ως πραγµατοποιηθείσαι, εις την αµέσως
κατωτέραν ασφαλιστικήν κλάσιν εκείνην εις ην θέλει το πρώτον καταταγή η κατηγορία εις ην
ανήκει κατά τα ανωτέρω έκαστος ησφαλισµένος.
7. Τα της κατατάξεως εις ασφαλιστικάς κλάσεις των ησφαλισµένων των
απασχολουµένων δια λογαριασµόν πλειόνων εργοδοτών, ως και τα του υπολογισµού των εις
τούτους χορηγητέων παροχών, ορισθήσεται δια κανονισµού.
8. Ο ησφαλισµένος όστις ειργάσθη παρά τω εργοδότη τµήµα µόνον ηµέρας,
υποχρεούται µετά του εργοδότου εις την καταβολήν της εισφοράς ολοκλήρου ηµέρας.
9. Ως βάσις υπολογισµού της εισφοράς ορίζεται η ηµέρα εργασίας.
ύναται δια κανονισµού να καθορισθή ως χρονική βάσις υπολογισµού των εισφορών η
εβδοµάς ή ο µην, είτε γενικώς είτε δι’ ωρισµένας κατηγορίας ησφαλισµένων. ∆ια του οικείου
κανονισµού θέλουσι καθορισθή και πάσαι αι σχετικαί µε την τροποποίησιν ταύτην της χρονικής
βάσεως υπολογισµού των εισφορών αναγκαίαι λεπτοµέρειαι.
10. Ο εργοδότης βαρύνεται µε ολόκληρον την εισφοράν ησφαλισµένου και εργοδότου εφ’
όσον ουδεµίαν αµοιβήν εις χρήµα εισπράττει ο ησφαλισµένος παρά τούτου ή παρά τρίτων
καθώς και δια τους υπ’ αυτού απασχολουµένους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α.
11. Είναι άκυρος πάσα συµφωνία περί µεταθέσεως του ασφαλιστικού βάρους ή περί
µεταβολής ή περί µεταβολής του τρόπου κατανοµής αυτού.
Υπόχρεως προς εισφοράν και τρόπος καταβολής.
Άρθρον 26.
1. ∆ια την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισµένων ευθύνεται επί παρεχόντων
εξηρτηµένην εργασίαν ο εργοδότης και επί αυτοτελώς εργαζοµένων οι ίδιοι ή ο κατά το Άρθρον
8 παραγρ. 5 εδ. δ΄ ασφαλιστικός Συνεταιρισµός.
Ο εργοδότης υποχρεούται δια την καταβολήν των εισφορών και των ησφαλισµένων των
µη αµειβοµένων εν όλω ή εν µέρει υπ’ αυτού. Εν τοιαύτη περιπτώσει ούτος καταβάλλων τας
εισφοράς δικαιούται να εισπράττη κατά τον δια κανονισµού ορισθησόµενον τρόπον, το
βαρύνον τον ησφαλισµένον τµήµα. Άρνησις του ησφαλισµένου προς καταβολήν της
βαρυνούσης αυτόν εισφοράς, αποτελεί λόγον καταγγελίας της συµβάσεως, άνευ οιασδήποτε
αποζηµιώσεως.
Πλείονες εργοδόται εκµεταλλευόµενοι την αυτήν επιχείρησιν, συµπεριλαµβανοµένων και
των εν άρθρω 8 παράγραφος 5 περιπτώσεων, ευθύνονται εις ολόκληρον.
2. ∆ι’ ησφαλισµένους µη έχοντας σταθερόν εργοδότην ως και επί αυτοτελώς
εργαζοµένων ησφαλισµένων δύνανται κατά τας διατάξεις κανονισµού, οσάκις συντρέχουν
ειδικαί προς τούτο συνθήκαι, να θεσπισθή ίδιον σύστηµα καταβολής των εισφορών µη
αποκλειοµένης της επιβολής εις τούτους της υποχρεώσεως προς σύστασιν ασφαλιστικού
συνεταιρισµού, όστις θα υπέχη έναντι Ι.Κ.Α., την ευθύνην εργοδότου δια την καταβολήν των
εισφορών.
3. ∆ια του κανονισµού καθορισθήσεται ο χρόνος της καταβολής εισφορών. Ο υπόχρεως
εις την καταβολήν εισφορών δέον εντός τριάκοντα ηµερών από του ορισθησοµένου χρόνου, να
καταβάλη εις το Ι.Κ.Α., τας εισφοράς. Η ανωτέρω προθεσµία δύναται να παρατείνεται δι’
αποφάσεως της οικείας Τ.∆.Ε., προκειµένου περί Ν.Π.∆.∆. µέχρι 60 ηµερών, εφ’ όσον
συντρέχουν σοβαροί προς τούτο λόγοι.
4. Το Ι.Κ.Α. δύναται προς είσπραξιν των εισφορών του να εκδίδη και χρησιµοποιή
ένσηµα, άτινα απολαύουσι της νοµικής προστασίας της θεσπιζοµένης δια τα υπό του κράτους
εκδιδόµενα χαρτόσηµα, εξοµειούµενα απολύτως προς αυτά.
ύναται δια κανονισµού να ορισθή είτε γενικώς, είτε δια κατηγορίας τινάς ησφαλισµένων,
έτερος τρόπος εισπράξεως των εισφορών, εφ’ όσον ούτος κρίνεται ως προσφορώτερος.
5. Κατά την πληρωµήν των µισθών, επί παρεχόντων εξηρτηµένην εργασίαν ο εργοδότης
υποχρεούται να παρακρατή τα τµήµατα των εισφορών τα βαρύνοντα τους ησφαλισµένους.
Εάν ο εργοδότης δεν εκπληρώση την υποχρέωσίν του ταύτην εντός διµήνου από της
ηµέρας της πληρωµής των µισθών η καταβολή της τε εργοδοτικής και της εισφοράς του
ησφαλισµένου βαρύνει τον εργοδότην.
6. Εάν ο εργοδότης δεν καταβάλη εις το Ι.Κ.Α., τα εκ των µισθών των ησφαλισµένων
παρακρατηθέντα κατά την προηγουµένην παράγραφον ποσά, εντός των περί ων η παρ. 3
προθεσµιών καταβολής εισφορών, διαπράττει το αδίκηµα υπεξαιρέσεως εις βαθµόν
πληµµελήµατος, ασχέτως ποσού.
ια τας βαρυνούσας αυτόν εισφοράς, εφαρµόζονται αι διατάξεις του άρθρου 6 του Νόµου
1373/1944.
7. Η παρά του εργοδότου µη καταβολή των εισφορών, δεν συνεπάγεται δια τον
ησφαλισµένον στέρησιν ή µείωσιν των δικαιωµάτων αυτού επί των παροχών, επιφυλασσοµένης
πάντως της εφαρµογής της διατάξεως της παραγράφου 8 του παρόντος.
Η παρ’ αυτοτελώς εργαζοµένων ησφαλισµένων καθυστέρησις της καταβολής των
εισφορών πέραν του υπό Κανονισµού ορισθησοµένου χρόνου συνεπάγεται στέρησιν των
παροχών.
8. Ο ησφαλισµένος δύναται να λάβη γνώσιν οποτεδήποτε των στοιχείων των
αφορώντων την ασφαλιστικήν του σχέσιν.
Ο ησφαλισµένος δικαιούται εντός εξαµήνου ανατρεπτικής προθεσµίας από της
ανακοινώσεως αυτώ υπό του Ι.Κ.Α. των στοιχείων των συνιστώντων την ασφαλιστικήν του
σχέσιν (χρόνος ασφαλίσεως, κατάταξις εις ασφαλιστικήν κλάσιν) να υποβάλη αντιρρήσεις κατ’
αυτών. Παρελθούσης απράκτου της προθεσµίας ταύτης, η εκ των στοιχείων του Ι.Κ.Α.
προκύπτουσα ασφαλιστική σχέσις, θεωρείται ακριβής ως προς τον διαδραµόντα χρόνον, υπό
πάσαν άποψιν.
ια την µέχρι της ισχύος του παρόντος ασφαλιστικήν σχέσιν, τυχόν αντιρρήσεις δύνανται
να υποβληθούν εντός έτους το πολύ από της ανακοινώσεως εις τον ησφαλισµένον των σχετικών
στοιχείων. Παρελθούσης απράκτου της προθεσµίας ταύτης, η εκ των στοιχείων του Ι.Κ.Α.
προκύπτουσα ασφαλιστική σχέσις λογίζεται ακριβής υπό πάσαν άποψιν.
ια κανονισµού ορισθήσονται πάσαι αι σχετικαί µε τα ανωτέρω λεπτοµέρειαι και ο
τρόπος της διορθώσεως των διαφόρων στοιχείων.
9. Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγοµένων εις την ασφάλισιν προσώπων, του
αριθµού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται υποχρεούται.
α) Να µεριµνούν δια τον εφοδιασµόν των απασχολουµένων παρ’ αυτοίς προσώπων δια
ασφαλιστικής ταυτότητος.
β) Να τηρώσι κατά τους ορισµούς κανονισµού καταστάσεις προσωπικού και να
διαφυλάττωσι ταύτας επί πενταετίαν.
γ) Να επιτρέπωσιν εις τα δια Κανονισµού ορισθησόµενα όργανα του Ι.Κ.Α. και του
Κράτους, την εξέτασιν των ως άνω καταστάσεων, των εµπορικών των βιβλίων και παντός
ετέρου στοιχείου, ως και την επιτόπιον έρευναν προς διαπίστωση της ακριβείας των εν αυτοίς
εγγραφών.
Οι εργοδόται υποχρεούνται να παρέχουν ωσαύτως εις τα εν λόγω όργανα, πάσαν
πληροφορίαν δυναµένην να καταστήσει ευχερή και αποτελεσµατικήν την ενάσκησιν του
ελέγχου, προς εξασφάλισιν της καλής εφαρµογής του παρόντος νόµου και των εις εκτέλεσιν
τούτου εκδοθησοµένων Κανονισµών. Της υποχρεώσεως, περί ης το εδάφιον β΄ της παρούσης
παραγράφου δύναται να απαλλαγώσιν εργοδόται µη απασχολούντες συνήθως πλέον των τριών
ησφαλισµένων, κατά τα ειδικώτερον δια κανονισµού ορισθησόµενα.
δ) Να υποβάλλουν εις τας υπηρεσίας του Ι.Κ.Α., κατά τα ειδικώτερον εν τω κανονισµώ
ορισθησόµενα, αντίγραφα των περί ων το εδάφιον α΄ κατάστασιν.
10. Τα περί ων η προηγουµένη παράγραφος όργανα, υποχρεούνται να τηρώσιν απόλυτον
εχεµύθειαν δια παν, ότι κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των υποπίπτει εις την αντίληψιν
αυτών, και δεν αφορά την εφαρµογήν του παρόντος νόµου και την λειτουργίαν της
ασφαλίσεως.
11. Εάν ο εργοδότης παραβαίνη την υποχρέωσιν προς τήρησιν και διαφύλαξιν των περί
ων ανωτέρων στοιχείων, ή δεν τηρή ταύτα προσηκόντως, ή αρνήται να συµµορφωθή προς τους
ορισµούς της παραγράφου 9, εκ τούτου δε δυσχεραίνεται η εξακρίβωσις των υπαγοµένων εις
την ασφάλισιν προσώπων ή των καταβλητέων εισφορών, αύται καθορίζονται κατά την
ανεξέλεγκτον κρίσιν του Ι.Κ.Α.
12. Ο Υπουργός Εργασίας δύναται να ζητή οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίον, την
υποβολήν αυτώ παντός στατιστικού στοιχείου σχετιζοµένου προς την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α. ως
και να παραγγέλλη την περιοδικήν υποβολήν αυτώ συναφών στοιχείων, εντός ωρισµένων
προθεσµιών. Η µη εµπρόθεσµος υποβολή των ανωτέρω στοιχείων, συνιστά βαρύ πειθαρχικόν
παράπτωµα δια τον υπαίτιον της µη εµπροθέσµου υποβολής τούτων.
13. Το Ι.Κ.Α. υποχρεούται όπως υποβάλλη εις το Υπουργείον Εργασίας και εις την Γεν.
/νσιν ∆ηµοσίου Λογιστικού του Υπουργείου Οικονοµικών, εις την αρχήν µεν εκάστου
ηµερολογιακού τριµήνου λογιστικήν κατάτσασιν εσόδων και εξόδων δια το προηγούµενον
ηµερολογιακόν τρίµηνον εις την αρχήν δε εκάστου ηµερολογιακού έτους αντίγραφον του
ισολογισµού και απαλογισµού του δια του παρελθόν ηµερολογιακόν έτος.

Άρθρον 27.
1. Εισφοραί µη καταβληθείσαι εντός της προθεσµίας του άρθρου 26 παράγραφος 3,
επιβαρύνονται δια προσθέτου τέλους ίσου προς 20% τούτων, εκτός εάν ο υπόχρεως δια την
καταβολήν εργοδότης προβή εις εξόφλησιν των καθυστερουµένων εισφορών προ πάσης
καταλογιστικής πράξεως ή και το βράδυτερον εντός µηνός από της εις αυτόν κοινοποιήσεως
της σχετικής καταλογιστικής πράξεως, ότε το πρόσθετον τέλος περιορίζεται εις 10%.
2 Επιφυλασσοµένης της εφαρµογής της ανωτέρω παραγράφου η καθυστέρησις της
καταβολής των εισφορών δι’ έκαστον συµπληρούµενον τρίµηνον από της πρώτης του εποµένου
µηνός εντός του οποίου εβεβαιώθησαν εις το ∆ηµόσιον Ταµείον, ίνα εισπραχθούν
αναγκαστικώς κατά τας διατάξεις του παρόντος, συνεπάγεται επιβάρυνσιν του εργοδότου δι’
ετέρου προσθέτου τέλους 10%. Η τοιαύτη κατά τρίµηνον επιβάρυνσις του εργοδότου δια
προσθέτων τελών, δεν δύναται πάντως να υπερβή το ποσοστόν 100% της αρχικώς
βεβαιωθείσης οφειλής.
3. Αι κατά τον παρόντα νόµον απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. εκ καθυστερουµένων εισφορών,
προσθέτων τελών ή επαυξήσεων των εισφορών, κατ’ εφαρµογήν του άρθρου 54 § 3,
εισπράττονται δια του υπό του Ν.∆. 1383/1942 συσταθέντος «∆ηµοσίου Ταµείου Εσόδων
Ι.Κ.Α.» ή των αρµοδίων δηµοσίων Ταµείων ή των αρµοδίων υπηρεσιών του Ι.Κ.Α., κατά τας
διατάξεις κανονισµού, εφαρµοζοµένων των διατάξεων του Νόµου «περί εισπράξεως δηµοσίων
εσόδων». Την κατά τον νόµον 5940/33 «περί εισπράξεως δηµοσίων εσόδων» παρεχοµένην
ευχέρειαν αναστολής καταβολής οφειλοµένων ή τµηµατικής καταβολής, ασκεί το κατά τους
κανονισµούς του Ι.Κ.Α. αρµόδιον όργανον.
Ως τακτοποίησις των περί ων το Άρθρον 57 § 1 καθυστερουµένων εισφορών, νοείται και
η παρά του οφειλέτου δήλωσις περί εξοφλήσεως αυτών δια 12 µηνιαίων δόσεων. Η µη
καταβολή δόσεως τινός εντός 15θηµέρου αφ’ ης κατέστη απαιτητή, καθιστά απαιτητόν
ολόκληρον το ποσόν των καθυστερουµένων εισφορών, προσαυξηµένον κατά 50%.
4. Ως τίτλοι δια την βεβαίωσιν και είσπραξιν των περί ων ανωτέρω απαιτήσεων
χρησιµεύουσι καταστάσεις οφειλετών.
5. Κατά της κατά τα ανωτέρω εκτελέσεως επιτρέπονται προσφυγαί ενώπιον του
Πρωτοβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου. Κατά των αποφάσεων τούτου,
επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του ∆ευτεροβαθµίου Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου, εφ’ όσον
πρόκειται περί ποσών υπερβαινόντων το 50πλάσιον του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ανωτάτης
ασφαλιστικής κλάσεως.
6. Εν περιπτώσει εισπράξεως των απαιτήσεων του Ι.Κ.Α. δια πλειστηριασµού ή
αναγγελίας εις την πτώχευσιν, η κατάταξις αυτών γίνεται προνοµιακώς µετά των απαιτήσεων
της παρ. 4 του άρθρου 940 της Πολιτικής ∆ικονοµίας, επί ενδεχοµένης δε ανεπαρκείας του
αποµένοντος υπολοίπου προς εντελή εξόφλησιν, αι ούτω συντρέχουσαι προνοµιακαί απαιτήσεις
κατατάσσονται συµµέτρως.
7. Το δικαίωµα προς είσπραξιν των εισφορών, παραγράφεται µετά πενταετίαν από της
λήξεως του οικονοµικού έτους, καθ’ ο αύται κατέστησαν απαιτηταί.
Επί της τοιαύτης παραγραφής, εφαρµόζονται κατ’ αναλογίαν αι διατάξεις περί
βραχυπροθέσµων παραγράφων του Αστικού Κώδικος.
8. Εισφοραί αχρεωστήτως εισπραχθείσας επιστρέφονται επί τη αιτήσει του
ενδιαφεροµένου, εντόκως προς 5%. Η διάταξις αύτη δεν ισχύει δια τας υπέρ των κλάδων
ασφαλίσεων παροχών ασθενείας εις χρήµα και εις είδος εισπραχθείσας αχρεωστήτως εισφοράς.
Ο ησφαλισµένος δικαιούται ν’ απαιτήση την απ’ ευθείας εις αυτόν πληρωµήν του
αναλογούντος αυτώ εξ εισφορών του ποσοού εκ των αχρεωστήτως εισπραχθεισών εισφορών
µετά του εκ 5% τόκου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Παροχαί Ασφαλίσεως.
Σύνταξις αναπηρίας, γήρατος και θανάτου.
1. Ο παρά το Ιδρύµατι ησφαλισµένος δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος ή αναπηρίας
εάν:
α) Επραγµατοποίησε δύο χιλιάδες πεντακοσίας (2.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας και
δεν συντρέχει περίπτωσις εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 51 του παρόντος,
συνεπλήρωσε δε και τα κατά το επόµενον εδάφιον β΄ όρια ηλικίας ή κατέστη ανάπηρος κατά
την έννοιαν της εποµένης παραγράφου, ή
β) Επραγµατοποίησεν ανά εκατόν (100) τουλάχιστον ηµέρας εργασίας καθ’ έκαστον των
πέντε ηµερολογιακών ετών, των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο συνεπλήρωσε το 60ον
προκειµένου περί θηλέων έτος της ηλικίας ή καθ’ ό υπέβαλε την περί απονοµής αυτώ
συντάξεως λόγω γήρατος αίτησίν του µετά την συµπλήρωσιν των ανωτέρω ορίων ηλικίας ή
καθ’ ο κατέστη ανάπηρος κατά την έννοιαν της εποµένης παραγράφου.
Προκειµένου ειδικώς περί ησφαλισµένων συνταξιοδοτουµένων παρά του ∆ηµοσίου ή
παρ’ ετέρου Οργανισµού κυρίας ασφαλίσεως κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως περί
συνταξιοδοτήσεώς των, δια την απονοµήν συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος παρά του
Ι.Κ.Α., δέον όπως ο ησφαλισµένος κατέστη ανάπηρος ή συνπερλήρωσε τα κατά ανωτέρω όρια
ηλικίας και επραγµατοποίησε εκτός των εκ των εδαφίω β΄ προϋποθέσεων και 1500 τουλάχιστον
ηµέρας εργασίας συνυπολογιζοµένων εις ταύτας και των κατά το εδ. β΄ ηµερών, µη
εφαρµοζοµένης δε ως προς τούτος της διατάξεως του εδαφίου α΄.
2. Ο ησφαλισµένος θεωρείται ανάπηρος κατά την έννοιαν της διατάξεως της
προηγουµένης παραγράφου, εάν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωµατικής ή
πνευµατικής εξαµήνου τουλάχιστον κατ’ ιατρικήν πρόβλεψιν διαρκείας, δεν δύναται να κερδίζη
δι’ εργασίας ανταποκρινοµένης εις τας δυνάµεις, τας δεξιότητας, την µόρφωσιν και την συνήθη
αυτού επαγγελµατικήν απασχόλησιν, πλέον του τρίτου εκείνου όπερ συνήθως κερδίζει εν τη
αυτή περιφερεία και επαγγελµατική κατηγορία σωµατικώς και πνευµατικώς υγιής άνθρωπος
της αυτής µορφώσεως.
Εάν ο ησφαλισµένος δύναται να κερδίζη υπό τας εν τω προηγουµένω εδαφίω οριζοµένας
προϋποθέσεις και όρους, πέον µεν του τρίτου ουχί όµως και των 2/3 εκείνου όπερ κερδίζει
σωµατικώς και πνευµατικώς υγιής άνθρωπος, δικαιούται, εφ’ όσον είχε συµπληρώσει και τον
υπό της παραγράφου 1 απαιτούµενον αριθµόν ηµερών εργασίας, ειδικού επιδόµατος
αναπροσαρµογής ίσου προς το ποσόν της ης θα εδικαιούτο συντάξεως λόγω αναπηρίας. Το
ανωτέρω επίδοµα καταβάλλεται αδιαφόρως ασκήσεως παρά του επιδοµατούχου οιασδήποτε
εξηρτηµένης ή αυτοτελούς απασχολήσεως και επί µίαν διετίαν το πολύ. Η καταβολή όµως του
επιδόµατος τούτου δύναται να εξαρτάται εκ της αποδοχής εκ µέρους του επιδοτούµενου της
υποδεικνυοµένης αυτώ παρά του Ι.Κ.Α. επαγγελµατικής αναπροσαρµογής.
3. Εάν ησφαλισµένος κατέστη ανάπηρος εκ προθέσεως ή συνεπεία πληµµελήµατος ή
κακουργήµατος παρ’ αυτού διαπραχθέντος, αποδεικνύεται δε η ενοχή του δια τελεσιδίκου
δικαστικής αποφάσεως, δεν δικαιούνται συντάξεως αναπηρίας ή επιδόµατος αναπροσαρµογής.
Εάν όµως υπάρχωσι πρόσωπα εκ των εις την παράγραφον 6 αναφεροµένων, ταύτα δικαιούνται
της συντάξεως ης θα εδικαιούντο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισµένου.
4. Ηµέραι εργασίας πραγµατοποιούµεναι κατά το πρώτον έτος µετά την συµπλήρωσιν
των κατά την παράγραφον 1 ορίων ηλικίας, συνπολογίζονται άπασαι εις τας υπό της αυτής
παραγράφου 1 απαιτουµένας ηµέρας εργασίας, αι κατά τα επόµενα όµως έτη
πραγµατοποιούµεναι συνυπολογίζονται µετ’ αφαίρεσιν 50 ηµερών εκ των πραγµατοποιηθεισών
καθ’ έκαστον ηµερολογιακόν έτος.
5. Εάν ο παρά τω Ιδρύµατι ησφαλισµένος συνεπλήρωσε 2.500 τουλάχιστον ηµέρας
εργασίας εξ ων ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών, των
αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο υποβάλλεται η αίτησις περί απονοµής συντάξεως,
δικαιούται συντάξεως γήρατος ηλαττωµένης κατά το 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως,
δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ των υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζοµένων
ορίων ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του προκειµένου περί
ησφαλισµένου και το 55ον έτος της ηλικίας προκειµένου περί ησφαλισµένης.
Από της συµπληρώσεως των αυτών ορίων ηλικίας, ήτοι του 60ου προκειµένου περί
αρρένων και του 55ου προκειµένου περί θηλέων, δικαιούνται συντάξεως συντρεχουσών των
προϋποθέσεων της παραγράφου 1 εδ. α΄ και δη άνευ των κατά τα ανωτέρω µειώσεων, οι
ησφαλισµένοι οι επί µακρόν απασχολούµενοι εις ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα
καθοριζόµενα δια Κανονισµού, όστις θέλει καθορίσει πλην του χρόνου απασχολήσεως εις τα εν
λόγω επαγγέλµατα και παν σχετικόν µε την συνταξιοδότησιν τούτων ζήτηµα.
Ο δια της παρούσης διατάξεως προβλεπόµενος δια την εφαρµογήν αυτής Κανονισµός δεν
δύναται να τεθή εν ισχύϊ πρό της 1ης Ιανουαρίου 1953.
6. Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή
ησφαλισµένου τυγχάνοντος επιδόµατος αναπροσαρµογής κατά τα εν παρ. 2 εδ. δεύτερον
οριζόµενα, αδιαφόρως ορίου ηλικίας ως και εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισµένου, αδιαφόρως
ορίου ηλικίας ως και εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισµένου, εάν ο θανών είχε πραγµατοποιήσει
τον εν παρ. 1 εδ. α΄ οριζόµενον αριθµόν ηµερών εργασία ή ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον
εντός πέντε ηµερολογιακών ετών των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ό έλαβε χώραν ο
θάνατος, δικαιούνται συντάξεως κατά τας εποµένας παραγράφους:
α) Η χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ου η συντήρησις εβάρυνε κυρίως την
θανούσαν.
β) Τα νόµιµα τέκνα, τα νοµιµοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθετηθέντα, ων η
υιοθεσία έλαβε χώραν εν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου του ή της χορηγήσεως συντάξεως
ή επιδόµατος αναπροσαρµογής εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαµβάνουσιν
οπωσδήποτε σύνταξιν εκ του Ι.Κ.Α. και επί θανάτου ησφαλισµένης ή συνταξιούχου ή
επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής και τα νόθα αυτής τέκνα.
γ) Οι κατά τον χρόνον του θανάτου ησφαλισµένου ή συνταξιούχου ή επιδοµατούχου
λόγω αναπροσαρµογής ορφανοί πατρός και µητρός έγγονοι και προγονοί, εφ’ όσον πάντες
ούτοι συντηρούνται κυρίως υπό του θανόντος (ή την θανούσαν).
7. Η χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως.
Α΄. Εάν ο θάνατος του συζύγου (της συζύγου) επήλθε προ της παρόδου εξ µηνών από της
τελέσεως του γάµου, εκτός:
α) Εάν ο θανάτος οφείλεται εις ατύχηµα εργατικόν ή µη.
β) Εάν, υφισταµένου του γάµου, εγεννήθη ή δια του γάµου ενοµιµοποιήθη τέκνον.
γ) Εάν η χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις κατάστασιν εγκυµοσύνης και
Β΄. Εάν ο θανών (η θανούσα) ελάµβανε κατά την τέλεσιν του γάµου σύνταξιν αναπηρίας
ή γήρατος ή επίδοµα αναπροσαρµογής, ο δε θάνατος επήλθε προ της πρόδου 24 µηνων από της
τελέσεως του γάµου, εκτός αν και εν τη περιπτώσει ταύτη συντρέχη λόγος τις εκ των ανωτέρω
υπό στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ αναφεροµένων.
8. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται η χήρα (χήρος), ισούται προς τα
ογδοήκοντα εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
9. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται έκαστον τέκνον, ισούται προς τα είκοσιν
εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
Προκειµένου όµως περί τέκνου ορφανού εξ αµφοτέρων των γονέων, η κατά το
προηγούµενον εδάφιον σύνταξις αυτού τριπλασσιάζεται.
Το σύνολον πάντως των συντάξεων της χήρας (χήρου) και των τέκνων, δεν δύνανται να
υπερβαίνη το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) και µη υπαρχούσης χήρας
(χήρου) δικαιουµένης συντάξεως, τα ογδοήκοντα εκατοστά του εν λόγω ποσού.
Εάν το σύνολον των συντάξεων υπερβαίνη τα όρια του προηγουµένου εδαφίου, η
σύνταξις εκάστου δικαιουµένου µειούται αναλόγως.
10. Οι περί ων η παράγραφος 6 έγγονοι, προγονοί και γονείς δικαιούνται συντάξεως, εάν
δεν υπάρχουν χήρα (χήρος) ή τέκνα δικαιούµενα συντάξεως ή επί υπαρχόντων τοιούτων, δια
της ικανοποιήσεως των εις σύνταξιν δικαιωµάτων αυτών δεν εξαντλείται το ποσόν της
συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
11. Το ποσόν της συντάξεως εκάστου εγγόνου, προγονού, του πατρός ή της µη χήρας
µητρός, ισούται προς τα είκσιν εκατοστά της συντάξεως του θανόντος (της θανούσης), της δε
χήρας µητρός εις τα 40% της αυτής συντάξεως, χωρίς όµως το σύνολον των συντάξεων των
εγγόνων, προγονών και γονέων να δύναται να υπερβή εν µεν τη πρώτη περιπτώσει της
προηγουµένης παραγράφου το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης), εν δεν τη
δευτέρα περιπτώσει της αυτής παραγράφου το ποσόν το αποµένον εκ της εν λόγω συντάξεως
µετά την ικανοποίησιν του εις σύνταξιν δικαιώµατος της χήρας (χήρου) ή των τέκνων.
Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παγράφου 9 εφαρµόζονται αναλόγως και εν
προκειµένω.
12. Ως σύνταξις του θανόντος (θανούσης) δια τον υπολογισµόν των ποσοστών των
συντάξεων των περί ων το παρόν Άρθρον µελών οικογενείας, λογίζεται το ποσόν της βασικής
συντάξεως, ( Άρθρον 29 παρ. 1 εδαφ. α΄ και β΄) το οποίον ελάµβανεν ο θανών (θανούσα)
συνταξιούχος λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή ο (η) επιδοµατούχος λόγω αναπροσαρµογής ή εις ο
θα εδικαιούτο ο θανών αν κατά την ηµέραν του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος, µη
συνυπολογιζοµένων των τυχόν προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών και απολύτου
αναπηρίας.

13. Πρόσωπα εκ των κατά το παρόν Άρθρον δικαιουµένων συντάξεως, στερούνται παντός
επ’ αυτής δικαιώµατος, εάν δι’ αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, ήθελον καταδικασθή δια
πράξιν, αποτέλεσµα της οποίας υπήρξεν ο θάνατος του ησφαλισµένου ή του συνταξιούχου (της
ησφαλισµένης ή της συνταξιούχου).
Ποσόν συντάξεως - Έναρξις – Λήξις
Άρθρον 29.
1. Το ποσόν της υπό του ΙΚΑ χορηγουµένης βασικής συντάξεως λόγω αναπηρίας και
γήρατος αποτελείται:
α) Εκ ποσού ίσου προς 80% του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της περί ής η παράγραφος 2
του άρθρου 25 1ης ασφαλιστικής κλάσεως, συν 10% επί της τυχόν διαφοράς της υπαρχούσης
µεταξύ του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της κλάσεως 1 και του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της
κλάσεως εις ην ανήκει ο ησφαλισµένος κατά τα εβ άρθρω 37 οριζόµενα. Η µηνιαία βασική
σύνταξις υπολογίζεται πολλαπλασιαζοµένου του ως άνω ανεφερθέντος ποσού επί 25.
β) εκ προσαυξήσεων του κατά το προηγούµενον εδάφιον εξευρισκοµένου ποσού ίσων:
αα) προς 4% ανά πεντακοσίας ηµέρας εργασίας, µετά τας πρώτας εννεακοσίας
ενενήκοντα εννέα τοιαύτας, δι’ ας δεν χορηγείται προσαύξησις και µέχρι συµπληρώσεως 3000
ηµερών εργασίας.
ββ) προς 3% ανά πεντακοσίας ηµέρας εργασίας, µετά την συµπλήρωσιν 3000 τοιούτων
και µέχρις 6000 ηµερών εργασίας.
γγ) προς 2% ανά πεντακοσίας ηµέρας εργασίας, µετά την συµπλήρωσιν 6000 τοιούτων
και άνω.
2. Προκειµένου περί αναπηρίας οφειλοµένης εις ατύχηµα, το ποσόν της απονεµητέας
κατά τας ανωτέρω διατάξεις βασικής συντάξεως µετά των προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών
βαρών, δεν δύναται να είναι κατώτερον του 60% του γινοµένου του τεκµαρτού ηµεροµισθίου
της ασφαλιστικής κλάσεως, εις ην ανήκει ο ησφαλισµένος κατά το Άρθρον 37 του παρόντος, επί
25.
3. Αι κατά την παράγραφον 1 του παρόντος βασικοί συντάξεις προσαυξάνονται:
α. Κατά 50%, εφ’ όσον ο συνταξιούχος είναι έγγαµος, η δε σύζυγός του δεν ασκεί
επάγγελµά τι ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισµού ή του ∆ηµοσίου και
β. Κατά 20% του αυτού ως άνω ποσού δια το πρώτον τέκνον, 15% δια το δεύτερον
τέκνον και 10% δια το τρίτον τέκνον, νοουµένων υπό την εν άρθρω 28, παράγραφος 6,
καθοριζοµένην έννοιαν, και µέχρι συµπληρώσεως του κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου
ορίου ηλικίας, εφ’ όσον δε είναι άγαµα και δεν ασκούν επάγγελµάτι ή δεν λαµβάνει δι’ αυτά
προσαύξησιν ο έτερος των συζύγων, εάν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισµού ή του
ηµοσίου ή δεν λαµβάνουν τα ίδια σύνταξιν εξ Ασφαλιστικού Οργανισµού ή του ∆ηµοσίου.
4. Ουδείς δικαιούται, παρά του Ι.Κ.Α. περισσοτέρων της µιας συντάξεων. Εάν
πρόσωπόν τι δικαιούται πλειόνων συντάξεων λαµβάνει την µεγαλυτέραν τοιαύτην.
5. Η καταβολή των συντάξεων και του επιδόµατος αναπροσαρµογής άρχεται από της
πρώτης του µηνός του εποµένου εκείνου, καθ’ ον έλαβον χώραν τα θεµελιούντα το δικαίωµα
γεγονότα. Εν πάση όµως περιπτώσει ούτη δεν δύναται να ανατρέξη εις χρόνον απώτερον του
έτους από της υποβολής της αιτήσεως περί απονοµής συντάξεως ή επιδόµατος
αναπροσαρµογής.
Εν περιπτώσει απονοµής συντάξεως λόγω αναπηρίας, οφειλοµένης εις ασθένειαν, το εις
σύνταξιν ή εις επίδοµα αναπροσαρµογής δικαίωµα άρχεται από της ηµέρας, καθ’ ην έπαυσε
καταβαλλόµενον επίδοµα ασθενείας, εφ’ όσον κατεβάλλετο τοιούτον ουχί όµως και πέραν του
έτους αναδροµικώς από της ηµέρας της υποβολής της αιτήσεως.
6. Το δικαίωµα εις σύνταξιν ή εις επίδοµα αναπροσαρµογής λήγει εις το τέλος του
µηνός, καθ’ όν έλαβε χώραν ο θάνατος του συνταξιούχου ή του επιδοµατούχου λόγω
αναπροσαρµογής ή ο ανάπηρος έπαυσεν να πληροί τας προϋποθέσεις του άρθρου 28,
παράγραφος 2, ή επί χήρας εις το τέλος του µηνός καθ’ ον συνήψε νέον γάµον και επί τέκνων,
εγγόνων και προγονών, εις το τέλος του µηνός, καθ’ ον συνεπλήρωσαν το 18ον έτος της
ηλικίας των ή προ τούτου συνήψαν γάµου.
Το ανωτέρω όριον ηλικίας δεν ισχύει προκειµένου περί τέκνου, εγγόνου ή προγονού
ανικάνου προς πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν.
7. Η καταβολή της συντάξεως αναστέλλεται εις τας ακολούθους περιπτώσεις:
α) Εάν ο συνταξιούχος εκτίη ποινήν στερητικήν της ελευθερίας µεγαλυτέραν των εξ
µηνών, εφ’ όσον χρόνον εκτίει ταύτην. Εφ’ όσον όµως υπάρχωσι πρόσωπα, άτινα εν
περιπτώσει θανάτου τούτου θα ελάµβανον σύνταξιν, ταύτα δικαιούνται εις την απόληψιν της
συντάξεως, ήτις θα κατεβάλλετο εις ταύτα εν περιπτώσει θανάτου του συνταξιούχου.
β) Εάν και εφ’ όσον χρόνον ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας δεν προσέρχεται κατά τα
δια Κανονισµού οριζόµενα, προς εξέτασιν της καταστάσεώς του.
γ) Εάν και εφ’ όσον ο συνταξιούχος ασκή αυτοτελές επάγγελµα ή παρέχη εξηρτηµένην
εργασίαν, εξ ης αποκερδαίνει προκειµένου µεν περί συνταξιούχου λόγω αναπηρίας και
γήρατος, ποσόν ανώτερον του 25πλασίου του ηµίσεος του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της
ασφαλιστικής κλάσεως βάσει της οποίας υπελογίσθη η σύνταξις και προκειµένου περί µελών
οικογενείας ποσόν διπλάσιον της συντάξεώς των.
8. Πρόσωπα λαµβάνοντα σύνταξιν παρά του ΙΚΑ κατά την έναρξιν της ισχύος του
παρόντος νόµου, θέλουν εξακολουθήσει δικαιούµενα ταύτης έστω και εάν δεν πληρώσι τας
προϋποθέσεις του παρόντος µέχρι λήξεως του δικαιώµατος αυτών εις σύνταξιν, συµφώνως
προς τας διατάξεις του παρόντος.
Το ποσόν όµως της συντάξεως των ως άνω συνταξιούχων αναπροσαρµόζεται συµφώνως
προς τας διατάξεις του παρόντος. ∆ια την τοιαύτην αναπροσαρµογήν αι παρά των
συνταξιούχων πραγµατοποιηθείσαι ηµέραι εργασίας βάσει των οποίων υπελογίσθη η σύνταξις
αυτών, λογίζονται άπασαι ως πραγµατοποιηθείσαι : α) εις την Ιην κλάσιν προκειµένου περί
συνταξιούχων αµφοτέρων των φύλων µη συµπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας των, β) εις
την ΙΙΙην κλάσιν προκειµένου περί γυναικών ηλικίας άνω των 18 ετών και γ) εις την Vην
κλάσιν προκειµένου περί ανδρών ηλικίας άνω των 18 ετών. Εάν όµως το ούτω προκύπτον εκ
της αναπροσαρµογής ποσόν είναι κατώτερον της συντάξεως την οποίαν ελάµβανον κατά τον
χρόνον της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, εξακολουθεί καταβαλλόµενον το ανώτερον
τούτο ποσόν.
9. Εν περιπτώσει ουσιωδών αυξοµειώσεων του γενικού τιµαρίθµου κόστους της ζωής αι
υπό του Ιδρύµατος καταβαλλόµεναι συντάξεις δύνανται να αυξοµειώνται κατά ποσοστόν
οριζόµενον δι’ αποφάσεων του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α. εγκρινοµένων υπό του Υπουργού Εργασίας.
10. Το ποσόν των υπό του Ι.Κ.Α. καταβαλλοµένων βασικών συντάξεων λόγω αναπηρίας
προσαυξάνεται κατά 50% εφ’ όσον ο ανάπηρος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασίν απαιτούσαν
συνεχή επίβλεψιν, περιποίησιν και συµπαράστασιν ετέρου προσώπου (απόλυτος αναπηρία).
Υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις προσαυξάνεται κατά 50% και το ποσόν της
συντάξεως των µελών οικογενείας αποβιώσαντος ησφαλισµένου ή συνταξιούχου ή
επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής και δη άνευ µειώσεώς τινος των ποσών των συντάξεων
των δικαιουµένων συντάξεως ετέρων µελών οικογενείας.
11. Το συνολικόν ποσόν της απονεµητέας εις τον δικαιούχον βασικής συντάξεως λόγω
αναπηρίας ή γήρατος µετά των προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών εν ουδεµιά
περιπτώσει δύναται να είναι ανώτερον του 25σίου του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της
ασφαλιστικής κλάσεως βάσει του οποίου υπελογίσθη η σύνταξις.
Ιδιαίτερα πρόνοια υπέρ των συνταξιούχων.
Άρθρο 30.
1. Το Ι.Κ.Α. δύναται να παρέχη εις τους συνταξιούχους περίθαλψιν είτε εις κατάστηµα
περιθάλψεως αναπήρων ή γερόντων, είτε εις ορφανοτροφεία ή έτερα ευαγή Ιδρύµατα.
α) Τη αιτήσει των ιδίων συνταξιούχων ή του επιτρόπου, του κηδεµόνος ή του
αντιλήπτορος αυτών, είτε
β) τη αιτήσει της Αστυνοµικής Αρχής του τόπου διαµονής των συνταξιούχων, εφ’ όσον
πρόκειται περί τοξικοµανών ή µεθυσκοµένων καθ’ έξιν ή περί πασχόντων εξ επικινδύνων
ψυχικών ή λοιµωδών παθήσεων.
2. Η σύνταξις των κατά τω ανωτέρω περιθαλποµένων ή θεραπευοµένων συνταξιούχων,
µειούται εις το τέταρτον µεν εάν ούτοι δεν βαρύνονται δια της συντηρήσεως µελών οικογενείας
εκ των άρθρω 33 αναφεροµένων, εις το ήµισυ δε εν αντιθέτω περιπτώσει.
3. Εάν υπαιτιότητι του συνταξιούχου ή του επιτρόπου ή του κηδεµόνος ή του
αντιλήπτορος αυτού, δεν καθίσταται δυνατή η χορήγησις ή η συνέχισις της περιθάλψεως, εξ ης
θα ήρετο πιθανώς η αναπηρία, δύναται το Ι.Κ.Α. να στερή αυτόν του όλου ή µέρους της
συντάξεώς του επί χρόνον ουχί µακρότερον του έτους.

4. ∆ια κανονισµού θέλουσιν ορισθή τα της εκτελέσεως του παρόντος άρθρου.Κυβερνητικός Επίτροπος
Άρθρον 15.
1. Των συνεδριάσεων του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ι.Κ.Α. µετέχει άνευ ψήφου, ως
Κυβερνητικός Επίτροπος, ο Γενικός Γραµµατεύς του Υπουργείου Εργασίας, αναπληρούµενος
υπό ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Εργασίας επί βαθµώ τουλάχιστον ∆ιευθυντού
διοριζοµένου επί τριετεί θητεία παρά του Υπουργού Εργασίας.
2. Ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρακολουθεί την νοµιµότητα των λαµβανοµένων υπό
του∆ιοικητικού Συµβουλίου αποφάσεων δυνάµενος να λαµβάνη τον λόγον επί παντός θέµατος
και να υποβάλη προτάσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην ήθελεν κρίνει ότι απόφασίς τις του ∆.Σ.
αντίκειται εις τον παρόντα νόµον ή τους εις εκτέλεσιν αυτού εκδοθησοµένους ή
διατηρουµένους εν ισχύϊ δυνάµει του παρόντος Κανονισµούς ο Κυβερνητικός Επίτροπος
δύναται είτε προφορικώς διαρκούσης συνεδριάσεως είτε δι’ εγγράφου ανακοινώσεως
κοινοποιουµένης εις τον Γενικόν ∆ιευθυντήν και τον Πρόεδρον του ∆.Σ. εντός 48 ωρών από
της λήψεως της σχετικής αποφάσεως να ζητή την αναστολήν της εκτελέσεως αυτής. Εντός της
αυτής 48ώρου προθεσµίας ο Κυβερνητικός Επίτροπος αναφέρει εγγράφως τα της διαφωνίας
του εις τον Υπουργόν Εργασίας εις ον δύναται να υποβάλη τας απόψεις του ∆.Σ. και ο
Πρόεδρος αυτού εντός 48ώρου από της ανακοινώσεως της διαφωνίας του Κυβερνητικού
Επιτρόπου εγγράφως ή προφορικώς κατά τα ανωτέρω.
Εάν ο Υπουργός Εργασίας συµφωνήση προς την γνώµην του Κυβερνητικού Επιτρόπου,
ανακοινοί την απόφασίν του εις τον Πρόεδρον του ∆.Σ. και τον Γενικόν ∆ιευθυντήν εντός
7ηµέρου προθεσµίας από της υποβολής εις αυτόν της διαφωνίας παρά του Κυβερνητικού
Επιτρόπου αναστελλοµένης της εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως µέχρις ου αποφανθή
σχετικώς το Υπουργικόν Συµβούλιον, εις ο εισάγεται παρά του Υπουργού Εργασίας ο σχετικός
φάκελος εντός 15θηµέρου προς οριστικήν άρσιν της διαφωνίας και όπερ αποφασίζει εντός
30ηµέρου.
Εάν ο Υπουργός Εργασίας δεν ανακοινώση εις τον Πρόεδρον του ∆.Σ. και τον Γενικόν
ιευθυντήν του Ι.Κ.Α. την επί της διαφωνίας απόφασίν του, εντός της ανωτέρω επταηµέρου
προθεσµίας ως επίσης και όταν ούτος δεν ανακοινώση αυτοίς την απόφασιν του Υπουργικού
Συµβουλίου εντός της 30ηµέρου ως άνω προθεσµίας το ∆.Σ. δύναται να διατάξη την εκτέλεσιν
της αποφάσεως.
3. Ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρίσταται και εις το Συµβούλιον του άρθρου 23 του
παρόντος µε τας αυτάς περί ων ανωτέρω αρµοδιότητος.
4. Αι συνεδριάσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των ανωτέρω Συµβουλίων
θεωρούνται ως νοµίµως γενόµεναι και εν απουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου, εφ’ όσον
ούτος προσεκλήθη κανονικώς και δεν προσήλθε.
ιαδικασία θεσπίσεως Κανονισµών.
Άρθρον 16..
Πάντες οι υπό του παρόντος νόµου προβλεπόµενοι Κανονισµοί θεσπίζονται δι’
αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, λαµβανοµένων προτάσει του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α. και
δηµοσιευοµένων εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Υπουργός Εργασίας, εφ’ όσον
συµφωνεί προς την πρότασιν του Ι.Κ.Α. υποχρεούται όπως και αποστείλη προς δηµοσίευσιν
τον σχετικόν Κανονισµόν εντός 30ηµέρου προθεσµίας. Εν περιπτώσει διαφωνίας του Υπουργού
Εργασίας επί διατάξεων των προτεινοµένων υπό του ∆.Σ. σχεδίων Κανονισµών, ούτος
υποχρεούται όπως αναπέµψη τον οικείον Κανονισµόν προς επαναξέτασιν εις το ∆.Σ. µετ’
ειδικής εκθέσεως αιτιολογούσης τας διαφωνίας του εντός της αυτής ως άνω προθεσµίας. Εν η
περιπτώσει το ∆Σ του ΙΚΑ εµµένει εις την αρχικήν του απόφασιν η διαφωνία αίρεται δι’
αποφάσεως του Υπουργικού Συµβουλίου ενώπιον του οποίου φέρει το ζήτηµα ο Υπουργός
Εργασίας εντός 10 ηµέρου προθεσµίας από της ανακοινώσεως αυτώ της νεωτέρας αποφάσεως
του ∆.Σ. Παρελθούσης απράκτου της ως άνω 30ηµέρου προθεσµίας ως και εν περιπτώσει καθ’
ην ο Υπουργός Εργασίας δεν αναπέµψη το πρώτον υποβληθέν αυτώ σχέδιον Κανονισµού, λόγω
τυχόν διαφωνίας του εις το ∆.Σ. δύναται ο Πρόεδρος τούτου να εκτελήται ην δηµοσίευσιν
αυτού εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, αφ’ ης και αποκτά τούτο ισχύν Κανονισµού.
Η ανωτέρω διαδικασία ισχύει και ως προς την τροποποίησιν ή συµπλήρωσιν ισχυόντων
εκάστοτε Κανονισµών του ΙΚΑ.
ια τον κανονισµών δεν δύναται να τροποποιώνται διατάξεις του παρόντος νόµου.
Ο Υπουργός Εργασίας δύναται να ζητή παρά του ∆Σ του ΙΚΑ, την υποβολήν εις τούτον
προτάσεων Κανονισµών ή τροποποιήσεων και συµπληρώσεων ισχυόντων τοιούτων. Εάν το ∆Σ
δεν ήθελε υποβάλει την σχετικήν πρότασιν εντός 45θηµέρου αφ’ ης ζητηθή αύτη, ο Υπουργός
Εργασίας δύναται να προκαλέση απόφασιν του Υπουργικού Συµβουλίου περί θεσπίσεως του
οικείου Κανονισµού ή της οικείας τροποποιήσεως ή συµπληρώσεως ισχυόντων τοιούτων.
Αι κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου προτάσεις του ∆Σ ψηφίζονται εις δύο
διαφόρους συνεδριάσεις τούτου απεχούσας τουλάχιστον 3 µέρες απ’ αλλήλους.
Προκειµένου περί Κανονισµών αναγοµένων εις την σύνθεσιν και οργάνωσιν των
υπηρεσιών του ΙΚΑ ως και τοιούτων αφορώντων τα της καταστάσεως εν γένει του προσωπικού
αυτού και τα της διενεργείας των προµηθειών των προµηθειών του Ιδρύµατος, δεν δύναται δια
της ανωτέρω προβλεποµένης διαδικασίας περί άρσεως των διαφωνιών µεταξύ του ΙΚΑ και
Υπουργού Εργασίας να αυξάνωνται αι προτεινόµεναι παρά του ∆Σ του Ιδρύµατος οργανικαί
θέσεις ουδέ να θεσπίζωνται διατάξεις εξαρτώσαι την εκτέλεσιν των ειρηµένων Κανονισµών εκ
της συµπράξεως οργάνων ξένων προς το Ίδρυµα, εκτός αν την σύµπραξιν τοιούτων οργάνων
προτείνη το ∆Σ του ΙΚΑ ή αύτη προβλέπεται υπό διατάξεων του παρόντος νόµου.
ιαχείριση και έλεγχος.
Άρθρον 17.
1. Ο τρόπος της οικονοµικής διαχειρίσεως του ΙΚΑ και το εν γένει λογιστικόν
σύστηµα θέλουν ορισθή δια Κανονισµού.
Η υπό του ΙΚΑ διενεργούµενη ασφάλισις διακρίνεται εις τέσσερας αυτοτελείς κλάδους
κατά την κατωτέρω διάκρισιν, τηρουµένων κεχωρισµένων λογαριασµών δι’ έκαστην τούτων.
2. Τα εξ εισφορών έσοδα του ΙΚΑ, κατανέµονται κατά µήνα εις τους λογαριασµούς
των διαφόρων κλάδων ασφαλίσεως, κατά τας ακολούθους αναλογίας.
α) 2/19 εις τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος.
β) 7,5/19 εις τον κλάδον αναπηρίας, γήρατος, θανάτου.
γ) 2/19 εις τον κλάδον ανεργίας.
δ) 7,5/19 εις τον κλάδον ανεργίας.
3. Αι πάσης φύσεως πρόσοδοι εκ των κεφαλαίων των ανωτέρω λογαριασµών,
περιέρχονται εις το οικείον λογαριασµόν. Πάντα τα λοιπά έσοδα, την διάθεσιν αυτών,
κατανέµονται κατά την εν τη προηγουµένω παράγραφω οριζοµένην αναλογίαν εις τους
διάφορους λογαριασµούς. ∆ωρεαί, κληρονοµίαι ή κληροδοσίαι προς το ΙΚΑ, υπό τον όρον της
χρησιµοποιήσεως των προς ωρισµένον σκοπόν, περιέρχονται εις τον ή τους σχετικούς
λογαριασµούς δι’ ων εξυπηρετείται ο τεθείς όρος.
Αι παροχαί του άρθρου 32 (έξοδα κηδείας) βαρύνουν τον κλάδον ασφαλίσεως παροχών
ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα.
Μεταφοραί ποσών ή πιστώσεων εκ τινος λογαριασµού εις τον άλλον απαγορεύονται,
εκτός αν οι αυτών επιδιώκεται διόρθωσις γενοµένων σφαλµάτων. Πόροι κατατεθέντες ή
πιστωθέντες εις ένα λογαριασµόν, χρησιµοποιούνται αποκλειστικώς δια την χορήγησιν των
ασφαλιστικών παροχών των πραγµατοποιουµένων υπό του κλάδου τούτου.
4. Αι δαπάναι διοικήσεως του ΙΚΑ αντιµετωπίζεται δια πόσων άτινα αφαιρούνται εκ
των διαφόρων λογαριασµών, κατ’ αναλογίαν των δαπανών διοικήσεως εκάστου κλάδου
ασφαλίσεως, κατά τα δια Κανονισµού ορισθησόµενα. Μέχρις εκδόσεως του εν λόγω
Κανονισµού, τα της κατά κλάδους κατανοµής καθορίζονται δι’ αποφάσεως του ∆.Σ.,
λαµβανοµένης προτάσει του Γενικού ∆ιευθυντού. Τα εν λόγω ποσά αναγράφονται εις τον
γενικόν προϋπολογισµόν, ον καταρτίζει ο Γενικός ∆ιευθυντής και εγκρίνει το ∆.Σ.
Τα ποσά ταύτα αποσυρόµενα εκ των σχετικών λογαριασµώ αποτελούν ίδιον
λογαριασµόν αποκαλούµενον «Λογαριασµόν διοικήσεως» και χρησιµοποιούνται
αποκλειστικώς προς κάλυψιν των εξόδων της διοικήσεως του Ι.Κ.Α.
5. Αι δαπάναι αποκτήσεως ακινήτων, ανεγέρσεως κτιρίων κ.λπ., προς στέγασιν
υπηρεσιών του Ι.Κ.Α., και εφοδιασµού του δια των αναγκαίων εγκαταστάσεων, κατανέµονται
δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. εις τους διαφόρους λογαριασµούς, κατ’ αναλογίαν της
χρησιµοποιήσεώς των δια τας ανάγκας εκάστου κλάδου ασφαλίσεως.
6. Οικονοµικόν έτος δια το ΙΚΑ είναι το ηµερολογιακόν τοιούτον.
7. Προµήθειαι πάσης φύσεως υλικού, µισθώσεις και εκτελέσεις οιωνδήποτε έργων, εφ’
όσον η σχετική δαπάνη δεν υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι εκατοµµυρίων δραχµών, δύνανται
να διενεργούνται αποφάσει του ∆Σ δια της συνάψεως απ’ ευθείας συµφωνίας. Προκειµένου
περί προµηθειών υλικού, η ανωτέρω διάταξις δεν δύναται να εφαρµόζεται ειµή άπαξ δι’
έκαστον υπό προµήθειαν είδος κατ’ έτος. ∆ια ποσά άνω των είκοσι εκατοµµυρίων δραχµών
διενεργείται πάντοτε µειοδοτικός διαγωνισµός. Τα της διενεργείας προµηθειών, µισθώσεων και
εκτελέσεων έργων, θέλει καθορίσει λεπτοµερέστερον ειδικός Κανονισµός.
Εξαιρετικώς επιτρέπεται η µη διενέργεια διαγωνισµού επί προµηθειών, µισθώσεων και
εκτελέσεων έργων, εφ’ όσον τούτο ήθελε κρίνει σκόπιµον και αναγκαίον το ∆Σ, δια
πλειοψηφίας 9 τουλάχιστον µελών, ή 8 µελών αν παρίστανται µόνον οκτώ.
8. Άπαντα τα στοιχεία της διαχειρίσεως του ΙΚΑ διαφυλάσσονται επί δεκαετίαν. ∆ια
κανονισµού δύναται να ορισθή η καταστροφή µέρους τούτων και προ της παρόδου της
ανωτέρω δεκαετίας.
9. Παρά τω ΙΚΑ λειτουργεί εννεαµελές Κεντρικόν Εποπτικόν Συµβούλιον
αποτελούµενον:
α΄) Εξ ενός µέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υποδεικνυοµένου µετά του
αναπληρωτού του υπό του Προέδρου αυτού, ως Προέδρου.
β΄) Εκ του Προϊσταµένου της ∆/νσεως Επιθεωρήσεως και Ελέγχου του Υπουργείου
Εργασίας, ως Αντιπροέδρου, αναπληρουµένου υπό ετέρου ∆/ντού του αυτού Υπουργείου, και
εξ ενός εισέτι ∆ιευθυντού του αυτού Υπουργείου, αναπληρουµένου υπό ετέρου ∆ιευθυντού.
γ΄) Εκ τριών ησφαλισµένων του ΙΚΑ υποδεικνυοµένων υπό της ΓΣΕΕ µετ’ ισαρίθµων
αναπληρωτών των εχόντων την αυτήν ιδιότητα.
δ΄) Εκ τριών εργοδοτών, ων το προσωπικόν υπάγεται εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ,
υποδεικνυοµένων από κοινού υπό των εν παραγρ. 9 του άρθρου 13 του παρόντος οριζοµένων
Επιµελητηρίων
Εν περιπτώσει µη υποδείξεως των υπό στοιχ. α, γ και δ µελών του Συµβουλίου εντός
15θηµέρου προθεσµίας, αφ’ ης ζητηθούν αι σχετικαί υποδείξεις παρά του Υπουργού Εργασίας,
ο Υπουργός διορίζει ταύτα κατ’ οικείαν κρίσιν.
Άπαντα τα µέλη του Κεντρ. Επ. Συµβουλίου, διορίζονται µετά των αναπληρωτών των δι’
αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως
επί τριετή θητεία.
Χρέη Γραµµατέως του Εποπτικού Συµβουλίου εκτελεί εις των υπαλλήλων του
Υπουργείου Εργασίας ή του Ιδρύµατος, διοριζόµενος µετά του αναπληρωτού του δι’
αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας.
Το Κεντρ. Εποπτικόν Συµβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων πέντε τουλάχιστον εκ
των µελών αυτού, µεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και λαµβάνει αποφάσεις
δια της πλειοψηφίας των παρόντων µελών και δια ψήφων ουχί ολιγωτέρων των τεσσάρων, εν
ισοψηφία υπερισχυούσης της γνώµης υπέρ ης εδόθη η ψήφος του προεδρεύοντος.
Παρά τοις σοβαρωτέροις Υποκαταστήµασι του ΙΚΑ, οριζοµένοις δι’ αποφάσεων του
Κ.Ε.Σ. συνιστώνται πενταµελή Τοπικά Εποπτικά Συµβούλια αποτελούµενα:
α) Εξ ενός δικαστικού, επί βαθµώ τουλάχιστον Πρωτοδίκου ή ενός ανωτέρου
ηµοσίου Οικονοµικού Υπαλλήλου, ως Προέδρου.
β) Εκ δύο ησφαλισµένων του ΙΚΑ, υποδεικνυοµένων υπό της ΓΣΕΕ µετά δύο
αναπληρωτών των, εχόντων την αυτήν ιδιότητα.
γ) Εκ δύο εργοδοτών, ων το προσωπικόν ασφαλίζεται εις το ΙΚΑ, υποδεικνυοµένων
κατά την εν παρ. 9 του άρθρου 13 του παρόντος προβλεποµένην διαδικασίαν υποδείξεως των εξ
εργοδοτών µελών των Τοπικών ∆ιοικητικών Επιτροπών µετ’ ισαρίθµων αναπληρωτών των,
εχόντων την ιδιότητα των αναπληρουµένων.
Εν περιπτώσει µη υποδείξεως των υπό στοιχ. β΄ και γ΄ µελών των Τ.Ε.Σ. εντός
15θηµέρου προθεσµίας, αφ’ ης ζητηθούν αι σχετικαί υποδείξεις παρά του διορίζοντος οργάνου
τούτο διορίζει ταύτα κατ’ οικείαν κρίσιν.
Άπαντα τα µέλη των Τοπικών Εποπτικών Συµβουλίων διορίζονται µετά των
αναπληρωτών των δι’ αποφάσεως του οικείου Νοµάρχου, δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος
της Κυβερνήσεως, επί τριετεί θητεία.
Το Τοπικόν Εποπτικόν Συµβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων τριών τουλάχιστον
µελών, εν οις ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και λαµβάνει αποφάσεις δια της πλειοψηφίας των
παρόντων µελών και δια ψήφων ουχί ολιγωτέρων των τριών.
Το Τοπικόν Εποπτικόν Συµβούλιον εκλέγει δια µυστικής ψηφοφορίας, κατά την πρώτην
αυτού συνεδρίασιν τον Αντιπρόεδρον αυτού µεταξύ των υπό στοιχ. β΄ και γ΄ µελών.
Χρέη Γραµµατέων των Τοπικών Εποπτικών Συµβουλίων εκτελούν υπάλληλοι του
Ιδρύµατος οριζόµενοι υπό του Προέδρου αυτών.
Το Κεντρικόν Εποπτικόν Συµβούλιον του Ι.Κ.Α. ελέγχει τη νοµιµότητα της οικονοµικής
διαχειρίσεως του Ιδρύµατος και τα πεπραγµένα των Τ.Ε.Σ., άτινα υπάγονται υπό την
καθοδήγησιν αυτού, δυνάµενον να τροποποιή και αποφάσεις τούτων κατά τα ειδικώτερον δια
Κανονισµού ορισθησόµενα.
Τα Τοπικά Εποπτικά Συµβούλια ελέγχουν την νοµιµότητα της οικονοµικής διαχειρίσεως
των παρ’ οις λειτουργούντων Υπ/των του ΙΚΑ και των υπό την δικαιοδοσίαν τούτων
υπαγοµέννω κατά τας αποφάσεις του Κ.Ε.Σ. ετέρων Υπ/των παρ’ οις εν λειτουργούν ίδια
Τ.Ε.Σ., και υπηρεσιών του Ι.Κ.Α.
Ο κατά τα ανωτέρω έλεγχος της νοµιµότητος της οικονοµικής διαχειρίσεως του ΙΚΑ
παρά των Εποπτικών Συµβουλίων συνίσταται εις την άσκησιν κατασταλτικού µόνον ελέγχου,
του προληπτικού τοιούτου ασκουµένου κατά τα κατωτέρω οριζόµενα.
Τα Εποπτικά Συµβούλια εκδίδουν αποφάσεις καταλογισµού κατά τα ειδικώτερον δια
Κανονισµού ορισθησόµενα, αίτινες εκτελούνται καθ’ ον τρόπο και δι’ ων µέσων αι κατά των
δηµοσίων υπολόγων εκδιδόµεναι καταλογιστικαί αποφάσεις. Κατά των καταλογιστικών
αποφάσεων των Τ.Ε.Σ. επιτρέπεται έφεσις εντός µηνός από της κοινοποιήσεως αυτών εις τον
υπόλογον, ενώπιον του Κ.Ε.Σ. κατά δε των αποφάσεων του Κ.Ε.Σ. είτε εν πρώτω, είτε εν
δευτέρω βαθµώ εκδιδοµένων, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον των ∆ευτεροβαθµίων
Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων, ασκουµένη εντός µηνός από της κοινοποιήσεως της σχετικής
αποφάσεως εις τον υπόλογον.
Τα Εποπτικά Συµβούλια συντάσσουν άπαξ τουλάχιστον καθ’ εξάµηνον έκθεσιν περί του
πορίσµατος του ελέγχου διαχειρίσεως, ήτις δηµοσιεύεται εν τω συνόλων της ή εν περιλήψει εις
ειδικόν δελτίον του Ιδρύµατος.
Ο προληπτικός της οικονοµικής διαχειρίσεως του Ι.Κ.Α., συνιστάµενος εις την προ
πάσης εξοφλήσεως οιουδήποτε εντάλµατος πληρωµής, εξαιρέσει των αφορώντων εις την
εξόφλησιν των υπό του Ιδρύµατος χορηγουµένων παροχών προς του ησφαλισµένους και
συνταξιούχους, διαπίστωσιν ότι η πληρωµή εντέλλεται εντός των ορίων του προϋπολογισµού,
ότι εν τη διενεργεία της δαπάνης ετηρήθησαν αι ισχύουσαι εκάστοτε διατάξεις περί
πραγµατοποιήσεως ταύτης και ότι επισυνάπτωνται εις το οικείον ένταλµα άπαντα τα
δικαιολογητικά, τα αποδεικνύοντα το νόµιµον της πληρωµής, ασκείται παρά παρέδρων του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, οριζοµένων υπό του Προέδρου αυτού και προκειµένου περί Υπ/των και
Υπηρεσιών εις ας δεν είναι δυνατή η χρησιµοποίησης Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου
παρ’ υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονοµικών, (Γενική ∆/σις ∆ηµοσίου Λογιστικού)
οριζοµένων υπό του Υπουργού Οικονοµικών.
Εν περιπτώσει διαφωνίας µεταξύ της ∆ιοικήσεως και των ασκούντων τον προληπτικόν
έλεγχον οργάνων, αύτη εφ’ όσον µεν αναφέρεται εις δαπάνας της Γενικής ∆ιευθύνσεως του
Ι.Κ.Α. και των εν τη Περιφερεία της τέως ∆ιοικήσεως Πρωτευούσης λειτουργουσών πάσης
φύσεως υπηρεσιών του Ι.Κ.Α. επιλύεται δια πράξεως του αρµοδίου Τµήµατος του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, εις πάσας δε τας λοιπάς περιπτώσεις δια πράξεως τριµελούς Επιτροπής,
αποτελουµένης εκ των εν τη περιφερεία του οικείου Υποκαταστήµατος του Ιδρύµατος
Κοινωνικών Ασφαλίσεων εδρεύοντος Επιθεωρητού δηµοσίων υπολόγων και δύο ανωτέρων
δηµοσίων υπαλλήλων, οριζοµένων υπό του οικείου Νοµάρχου. Πάντα τα σχετιζόµενα προς την
εφαρµογήν της παρούσης διατάξεως θέµατα ορισθήσονται δια Κανονισµού.
Επί τη αιτήσει των Εποπτικών Συµβουλίων ή των Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
δύναται προς διευκόλυνσιν του έργου των να αποσπώνται παρ’ αυτοίς ωρισµένοι υπάλληλοι
του Ιδρύµατος κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας. Οι κατά τα ανωτέρω αποσπώµενοι
παρά τοις Εποπτικοίς Συµβουλίοις υπάλληλοι του Ιδρύµατος δεν δύνανται ν’ ανακληθώσιν εκ
της αποσπάσεως προ της παρελεύσεως πενταετίας, εκτός αν προ ταύτης αιτήσωσι τούτο οι ίδιοι
ή το Ελεγκτικόν Συµβούλιον ή ο Πάρεδρος.
Ο τρόπος της λειτουργίας και εκπλήρωσις του έργου των Εποπτικών Συµβουλίων και
γενικώτερον τα της ασκήσεως του ελέγχου, ορισθήσεται ειδικώτερον τα της ασκήσεως του
ελέγχου, ορισθήσεται ειδικώτερον δια Κανονισµού, εντός των πλαισίων των ανωτέρω
διατάξεων.
Τα πραγµατικά έξοδα κινήσεως των µετεχόντων εις τα Εποπτικά Συµβούλια µελών, των
Παρέδρων και των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονοµικών, δύνανται να ορίζωνται και κατ’
αποκοπήν δι’ αποφάσεως του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, εγκρινοµένης υπό των Υπουργών
Οικονοµικών και Εργασίας.
Μέχρις ορισµού των κατά τα ανωτέρω οργάνων ασκήσεως του προληπτικού ελέγχου,
ούτος ενασκείται βάσει των σχετικών διατάξεων της ισχυούσης κατά την δηµοσίευσιν του
παρόντος νοµοθεσίας του ΙΚΑ.
Επενδύσεις κεφαλαίων.
Άρθρον 18.
1. Τα διαθέσιµα κεφάλαια του Ι.Κ.Α., δύνανται να επενδύωνται κατά τας διατάξεις
Κανονισµού, τηρουµένων και των εκάστοτε ισχυουσών γενικών διατάξεων περί επενδύσεως
των κεφαλαίων Ν.Π.∆., εις χρεώγραφα του κράτους και εις αξίας ηγγυηµένας παρ’ αυτού, εις
µετοχάς µεγάλων Τραπεζών ή Εταιρειών Κοινής Ωφελέιας, εις δάνεια προς Συνεταιρισµούς, ως
και εις ακίνητα.
2. Το Ι.Κ.Α. δύναται να διαθέτη µέρος της περιουσίας του :
α) Προς επέκτασιν και πλουτισµόν, χάριν των σκοπών της ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α., των
εκασταχού παρών ανεπαρκών υγειονοµικών κ.λπ. Κέντρων και εγκαταστάσεων ανηκόντων εις
το Κράτος, ∆ήµους, Κοινότητας, Ιδρύµατα και Φιλανθρωπικάς Οργανώσεις.
β) Προς ανέγερσιν ή επέκτασιν κτισµάτων ή αγοράν οικοπέδων ή ετοίµων οικοδοµών,
προς διευκόλυνσιν της λειτουργίας του και την επίτευξην των υπό τούτου επιδιωκοµένων
σκοπών, και τον εξοπλισµόν αυτών µε τα αναγκαιούντα µέσα και εγκαταστάσεις (γραφεία,
νοσοκοµεία, σανατόρια, µαιευτήρια, παιδικοί σταθµοί, πρεβεντόρια, παιδικαί κατασκηνώσεις,
πάσης φύσεως κέντρα προληπτικής δράσεως, υδροθεραπευτήρια κ.λ.π.).
Εις την περίπτωσιν του εδαφίου α΄ το ΙΚΑ δικαιούται να συµµετέχη εις την διοίκησιν των
οικείων υγειονοµικών εγκαταστάσεων και να ενασκή έλεγχον επί τούτων, εις έκτασιν
καθοριζοµένην δια των µεταξύ αυτού και του Κράτους, των ∆ήµων, Κοινοτήτων, Ιδρυµάτων
και Φιλανθρωπικών Οργανώσεων συναπτοµένων συµφωνιών.
γ) ∆ια την σύστασιν εργοστασίων ή εργαστηρίων, δια την κατασκευήν προσθέτων
µελών ή άλλων ειδών χρησίµων δια τους της ασφαλίσεως, ως και δια την αγοράν και
δηµιουργίαν αποθεµάτων εκ των ανωτέρω ειδών.
3. Το ∆ηµόσιον, οι ∆ήµοι και αι Κοινότητες, δύνανται να παραχωρώσι δωρεάν κατά
κυριότητα εις το Ι.Κ.Α. ή επί τιµήµατι οριζοµένω υπό του Υπουργού Οικονοµικών, τα
κατάλληλα γήπεδα προς εκπλήρωσιν των εν τω εδαφίω β΄ της προηγουµένης παραγράφου
σκοπών.
4. Απαγορεύεται η ενέργεια πάσης φύσεως δωρεών υπό του Ι.Κ.Α., άνευ ειδικής περί
τούτου διατάξεως ειδικού δια το Ι.Κ.Α. Νόµου.
Απαλλαγαί
Άρθρον 19.
1. Το ΙΚΑ απαλλάσσεται παντός δηµοσίου, δηµοτικού, κοινοτικού ή λιµενικού φόρου,
αµέσου ή εµµέσου, παντός τέλους ταχυδροµικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και
απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών, και προνοµίων, δικαστικών, διοικητικών και
οικονοµικών, ως εάν είναι αυτό το ∆ηµόσιον.
2. Αι προµήθειαι του Ι.Κ.Α. και δια τα λογαριασµόν αυτού εκτελούµενα έργα, αι
µισθώσεις και αι πάσης φύσεως πληρωµαί αυτού, απαλλάσσονται των υπέρ του Μετοχικού
Ταµείου Πολιτικών Υπαλλήλων ή άλλου οιουδήποτε Οργανισµού ή λογαριασµού
θεσπιζοµένων εισφορών.
3. Ο εις το Ι.Κ.Α. επιβαλλόµενος δια δικαστικής αποφάσεως όρκος, δίδεται υπό του δι’
αποφάσεως του Γενικού ∆ιευθυντού οριζοµένου προσώπου.
Εις πάσαν περίπτωσιν, ο τοιούτος όρκος διατυπούται υπό τον τύπον του πιστεύειν και µη
γιγνώσκειν, εις την τροποποίησιν δε ταύτην του τύπου, δύναται να προβή ο δίδων τον όρκον
κατά την δόσιν αυτού και εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο όρκος διετυπώθη άλλως, χωρίς να
είναι αναγκαία η έκδοσις περί τούτου αποφάσεως.
4. Άπασαι αι δίκαι του ΙΚΑ εισάγονται παρ’ αυτού ενώπιον παντός δικαστηρίου και του
Αρείου Πάγου, ως νόµω προτετιµηµέναι, την ογδόην ηµέραν από της κλητεύσεως άνευ
πράξεως προτιµήσεως. Επίσης αι κατ’ εργοδοτών και ησφαλισµένων επί παραβάσει του
παρόντος ποινικαί αγωγαί, εφ’ όσον αφορώσιν πταίσµατα και πληµµελήµατα, εισάγονται δι’
απ’ ευθείας κλήσεως, εκδικαζόµεναι ανυπερθέτως εντός δύο µηνών από της υποβολής
σχετικής µηνύσεως.
5. α) Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις του ΙΚΑ, δια λόγους κοινής
ωφελείας, ιδιωτικής περιουσίας, δια την ανέγερσιν και ίδρυσιν ιατρείων, κλινικών,
νοσοκοµείων, σανατορίων και αναρρωτηρίων του Ι.Κ.Α.
β) Η απαλλοτρίωσις αύτη ενεργείται, και η καταβλητέα αποζηµίωσις καθορίζεται, κατά
τα υπό του Αναγκαστικού Νόµου 1737/1939 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» ως ούτος
ετροποποιήθη µεταγενεστέρως, οριζόµενα.
7. Η εις τας χείρας του Ι.Κ.Α. κατασχέσεις είναι άκυρος και αποδίδει το ΙΚΑ, τα
κατασχεθέντα, εκτός εάν η κατάσχεσις επεβλήθη δυνάµει αδείας του αρµοδίου Προέδρου των
Πρωτοδικών, ως και εάν εις περίπτωσιν καθ’ ην η απαίτησις, δι’ ην επιβάλλεται η κατάσχεσις,
στηρίζεται επί τελεσίδικου δικαστικής αποφάσεως ή επίσης στηρίζεται επί οποιουδήποτε άλλου
δηµοσίου εγγράφου επέχοντος θέσιν τίτλου εκτελέσεως, και γίνεται µνεία αυτής εν τω
κατασχετηρίω.
8. Τα παρά του Ι.Κ.Α. τηρούµενα λογιστικά βιβλία αποτελούν εντελή απόδειξιν περί τε
της αληθείας και του µεγέθους των απαιτήσεών του κατά παντός, µέχρι παραγραφής των
απαιτήσεων τούτων, απόσπασµα δε των εν λόγω βιβλίων υπογεραµµένον υπό του Γενικού
ιευθυντού ή των ∆ιευθυντών των Υποκ/µάτων, αποτελεί πλήρη απόδειξιν ενώπιον των
ικαστηρίων.
Υπηρεσίαι – ∆ιοικητικόν Προσωπικόν
Άρθρον 20.
1. Η υπηρεσία του ΙΚΑ διεξάγεται δι’ εµµίσθων υπαλλήλων και υπηρετών, τακτικών και
εκτάκτων.
2. ∆ια Κανονισµού θέλουσι ορισθή τα της συνθέσεως των υπηρεσιών της Γενικής
ιευθύνσεως και των Υποκαταστηµάτων και λοιπών υπηρεσιών του Ιδρύµατος.
3. Τα της καταστάσεως του διοικητικού προσωπικού του ΙΚΑ, ήτοι τα των προσόντων
και τα της επιλογής και προσλήψεως αυτού εν γένει, αι κατηγορίαι και διαβαθµίσεις τούτου, αι
ευθύναι, τα καθήκοντα και ο χρόνος εργασίας, τα της προαγωγής του εν γένει, οι περιορισµοί
και τα ασυµβίβαστα, αι άδειαι, τα φύλλα ποιότητος, αι µεταβολαί, η αρχαιότης, αι ηθικαί
αµοιβαί, τα πειθαρχικά αδικήµατα και αι πειθαρχικαί ποιναί, η πειθαρχική δικαιοδοσία και
διαδικασία, τα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, ως και παν έτερον θέµα αφορών την
κατάστασιν του προσωπικού εν γένει, θέλουσι ρυθµισθή δια Κανονισµού.
Η πρόσληψις του προσωπικού του Ι.Κ.Α. ενεργείται πάντοτε κατόπιν διαγωνιστικών
εξετάσεων, αναγγελλοµένων δηµοσία ένα τουλάχιστον µήνα προ της διενεργείας τούτων. Αι
διαγωνιστικαί εξετάσεις περιλαµβάνουν πάν πρόσφορον µέσον, γραπτόν ή προφορικόν ή
επαγγελµατικάς εφαρµογάς ή αξιολογικάς βάσει τυπικών και ουσιαστικών προσόντων
συγκρίσεις προς εξακρίβωσιν των προσωπικών και επαγγελµατικών ικανοτήτων των
υποψηφίων. Αι λεπτοµέρειαι της διεξαγωγής των εν λόγω διαγωνιστικών εξετάσεων θέλουν
καθορισθή δια του προµνησθέντος Κανονισµού.
Των κατά τα ανωτέρω περί διαγωνισµών διατάξεων δύνανται να εξαιρούνται δια του
Κανονισµού αι προσλήψεις εις ωρισµένας θέσεις εργατοτεχνιτών του Ι.Κ.Α. Οι εις πλήρωσιν
των ανωτέρω θέσεων προσλαµβανόµενοι δύνανται να προσλαµβάνωνται επί συµβάσει
εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ωρισµένης ή αορίστου διαρκείας.
Ειδικός Κανονισµός δύναται να προβλέψη ωσαύτως περί του τρόπου επιλογής και
χρησιµοποιήσεως παρά του Ι.Κ.Α. προσώπων ασκούντων ελευθέρια επαγγέλµατα και µη
προσλαµβανόντων την ιδιότητα του υπαλλήλου του Ι.Κ.Α. (δικηγόρων, µηχανικών,
αρχιτεκτόνων κ.λ.π.) εξασφαλιζοµένης πάντως της δι’ αξιολογικής διαβαθµίσεως επιλογής των
δοκιµωτέρων εκ των υποψηφίων.
4. Οι περί ων η παρ. 3 του παρόντος άρθρου και το Άρθρον 22 Κανονισµοί ρυθµίσεως
της καταστάσεως του προσωπικού του Ιδρύµατος, δέον όπως εγκαίρως τροποποιούµενοι
προβλέψουν την εφαρµογήν από 1ης Ιανουαρίου 1953 συστήµατος αξιολογικής
χρησιµοποιήσεως και αµοιβής του προσωπικού του Ι.Κ.Α., βασιζοµένου επί των ακολούθων
ειδικωτέρων αρχών:
α) Επί της αρχής της κατατάξεως του προσωπικού εις τάξεις, καθοριζοµένων των
καθηκόντων και ευθυνών του εις εκάστην τάξιν ανήκοντος προσωπικού και των ελαχίστων
προσόντων των απαιτουµένων δια την εις εκάστην τάξιν κατάταξιν ή πρόσληψιν.
β) Επί της αρχής του καθορισµού ιδιαιτέρων αποδοχών δι’ εκάστην τάξιν, µε
διαφορισµόν ανωτάτων, µέσων και κατωτάτων αποδοχών, αναλόγως των ευθυνών και
υποχρεώσεων εκάστης θέσεως. Οι το πρώτον διοριζόµενοι λαµβάνουν υποχρεωτικώς τας
κατωτάτας αποδοχάς της τάξεως εις ην κατατάσσονται.
γ) Επί της αρχής της πληρώσεως απασών των κενών θέσεων βάσει διαγωνιστικών
εξετάσεων κατά το ειδικώτερον οριζόµενα εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
δ) Επί της αρχής της µονιµοποιήσεως των το πρώτον προσλαµβανοµένων µετά
ενιαυσίαν δοκιµασίαν. Το µονιµοποιηθέν προσωπικόν δεν δύναται να απολυθή ειµή δια
δεδικαιολογηµένην αιτίαν ή δια κατάργησιν θέσεως κατά τα ειδικώτερον δια των Κανονισµών
ορισθησόµενα.
ε) Επί της αρχής της πληρώσεως των δηµιουργηµένων κενών δια προαγωγής των εκ του
υπηρετούντος προσωπικού κεκτηµένων τα δια τας υπό πλήρωσιν θέσεις προβλεπόµενα
προσόντα. Αι προαγωγαί ενεργούνται πάντοτε κατά το υπό του Κανονισµού ορισθησόµενον
σύστηµα επιλογής των ικανοτέρων.
στ) Επί της αρχής της κατά περιοδικά διαστήµατα καταρτίσεως φύλλων ποιότητος του
προσωπικού περί των ικανοτήτων, της αποδόσεως, της φιλεργίας, του ήθους αυτού και παντός
ετέρου χρησίµου δια την αξιολόγησίν του στοιχείου.
ζ) Επί της αρχής της µετεκπαιδεύσεως του προσωπικού, επί τη βάσει συγχρόνων
µεθόδων, επί τω τέλει βελτιώσει της αποδόσεώς του.
5. ∆ια την πλήρωσιν των εις ανωτάτας θέσεις κενών του Ιδρύµατος, εφ’ όσον οι εκ του
υπηρετούντος προσωπικού κεκτηµένοι τα δια την προαγωγήν εις ταύτας τυπικά προσόντα δεν
κρίνονται ως έχοντες και τα απαραίτητα δια την κατάληψιν τούτων ουσιαστικά τοιαύτα,
δύναται, καθ’ α θέλει ορίσει Κανονισµός, δι’ αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συµβουλίου,
ληφθησοµένης εντός τριµήνου από της ισχύος του Κανονισµού, αύτη να ενεργηθή δια της
ανακατατάξεως εις ταύτας υπηρετούντων οργάνων του Ι.Κ.Α., ανεξαρτήτως του βαθµού ον
κέκτηνται, εφ’ όσον δε πάντως έχουσι τα δια την εις ην ανακατατάσσοντα θέσιν προσόντα
σπουδών, ή εν ελλείψει τοιούτων δι’ απευθείας διορισµού εις ταύτας προσώπων µη
υπηρετούντων παρά τω Ιδρύµατι και µέχρι του 1/4 των υφισταµένων κενών, εφ’ όσον δε και τα
πρόσωπα ταύτα κέκτηνται τα απαιτούµενα δια την κατάληψιν των εις ας διορίζονται θέσεων
προβλεπόµενα προσόντα.
Άρθρον 21.
Ειδικός Κανονισµός θέλει ρυθµίσει τα της συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του
Ιδρύµατος. ∆ια του ως άνω Κανονισµού δεν δύναται όµως να θεσπισθούν όροι
συνταξιοδοτήσεως ευνοϊκώτεροι των ισχυόντων δια τους πολιτικούς δηµοσίους υπαλλήλους.
Εν περιπτώσει καθ’ ην το κατά τα ανωτέρω θεσπιζόµενον σύστηµα συνταξιοδοτήσεως του
προσωπικού του Ιδρύµατος είναι δαπανηρότερον του υπό του παρόντος προβλεποµένου
γενικού τοιούτου, η επί πλέον δαπάνη καλύπτεται υποχρεωτικώς δια προσθέτων εισφορών του
προσωπικού του Ιδρύµατος.
Υγειονοµικόν Προσωπικόν.
Άρθρον 22.
Τα αφορώντα εις την σύνθεσιν και λειτουργίαν των Υγειονοµικών και συναφών προς
ταύτας υπηρεσιών του Ι.Κ.Α. θέµατα ως και τα της καταστάσεως του πάσης φύσεως
υγειονοµικού προσωπικού του Ιδρύµατος, ρυθµισθήσονται δια Κανονισµών.
Αι διατάξεις των εδαφίων 2 και 3 της παραγράφου 3 του άρθρου 20 και η διάταξις του
άρθρου 21 εφ’ όσον πρόκειται περί οργάνων εχόντων την ιδιότητα υπαλλήλων ή υπαγοµένων
εις την ασφάλισιν του κλάδου αναπηρίας, γήρατος και θανάτου του ΙΚΑ εφαρµόζονται και ως
προς το ανωτέρω προσωπικόν. ∆εν ισχύουν όµως ως προς τούτο αι διατάξεις νόµων περί
προστασίας απολυοµένων εκ του στρατού πολεµιστών.
Υπηρεσιακόν Συµβούλιον
Άρθρον 23.
1. Παρά τω ΙΚΑ συνιστάται Υπηρεσιακόν Συµβούλιον αποτελούµενον: α) εκ του
Προέδρου του ∆.Σ. του Ιδρύµατος ως Προέδρου, αναπληροµένου υπό ενός των εν τω ∆.Σ.
τακτικών ή αναπληρωµατικών µελών της τάξεως των ειδικών επιστηµόνων όπερ µετέχον του
Συµβουλίου προεδρεύει τούτου, β) εξ ενός Αρεοπαγίτου, υποδεικνυοµένου υπό του Προέδρου
του Αρείου Πάγου, µεθ’ ενός αναπληρωτού του, γ) εκ του Νοµικού Συµβουλίου του ΙΚΑ,
αναπληρουµένου υπό ενός εκ των παρά τη Γεν. ∆/σει υπηρετούντων δικηγόρων του ΙΚΑ
οριζοµένου δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. τούτου, δ) εκ των Αντιπροέδρων του ∆.Σ.,
αναπληρουµένων υπό ετέρων δύο τακτικών ή αναπληρωµατικών, µελών του ∆ιοικητικού
Συµβουλίου, εκ των τάξεων των αναπληρουµένων, υποδεικνυοµένων υπό του ∆ιοικητικού
Συµβουλίου, ε) εκ του Γενικού ∆ιευθυντού του ΙΚΑ και στ) εκ του Αναπληρωτού του Γενικού
ιευθυντού. Τα υπό στοιχεία ε΄ και στ΄ µέλη του Συµβουλίου αναπληρούνται εν ελλείψει
τοιούτων ως και εν περιπτώσει κωλύµατος ή απουσίας των, υπό ανωτέρων ή ανωτάτων
υπαλλήλων του ΙΚΑ υποδεικνυοµένων υπό του ∆.Σ.
Άπαντα τα µέλη του ΙΚΑ του Υπηρεσιακού Συµβουλίου µετά των αναπληρωτών των,
διορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος της
Κυβερνήσεως.
ια της αυτής αποφάσεως ορίζεται ο Αντιπρόεδρος του Συµβουλίου. Η θητεία των ουχί
λόγω θέσεως µελών του εν λόγω Συµβουλίου, ορίζεται τριετής.
Το Υπηρεσιακόν Συµβούλιον ασκεί τας υπό του παρόντος Νόµου και των Κανονισµών του
ΙΚΑ ανατιθεµένας αυτώ αρµοδιότητος επί παντός θέµατος αφορώντος τα της καταστάσεως του
πάσης φύσεως προσωπικού του Ιδρύµατος, συµπεριλαµβανοµένης και της πειθαρχικής
δικαιοδοσίας.
Κατ’ αποφάσεων του Υπηρεσιακού Συµβουλίου, δι’ ας υπάρχει µειοψηφία δύο
τουλάχιστον µελών, επιτρέπεται η άσκησις αιτήσεως αναθεωρήσεως εντός δεκαηµέρου
ανατρεπτικής προθεσµίας από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως ενώπιον του αυτού
Συµβουλίου, συµπληρουµένου εν τη περιπτώσει ταύτη δι’ ενός καθηγητού ή υφηγητού της
Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, υποδεικνυοµένου µετά του αναπληρωτού του
υπό της Σχολής και δι’ ενός τακτικού µέλους του Ανωτάτου Συµβουλίου ∆ηµοσίων
Υπαλλήλων, υποδεικνυοµένου µετά του αναπληρωτού του υπό του Προέδρου τούτου.
2. Χρέη εισηγητού παρά τω ως άνω Συµβουλίω εκτελεί ο Αναπληρωτής του Γεν.
ιευθυντού ή ο αναπληρών τούτον ανώτερος υπάλληλος του Ιδρύµατος, Γραµµατέως δε έτεροι
υπάλληλοι, οριζόµενοι υπό του ∆.Σ. του ΙΚΑ.
3. Τα της λειτουργίας εν γένει του Ανωτέρου Συµβουλίου του ΙΚΑ, εγκρινοµένων υπό
του Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ∆΄
Έσοδα της ασφαλίσεως.
Άρθρον 24.
Το ΙΚΑ έχει ως πόρους:
α΄) Εισφοράς των παρ’ αυτώ ησφαλισµένων.
β΄) Εισφοράς των εργοδοτών.
γ΄) Τα ποσά τα προερχόµενα εκ της δια κανονισµού ορισθησοµένης τυχόν συµµετοχής
των ησφαλισµένων ή των συνταξιούχων εις τας δαπάνας δια την χορήγησιν εις αυτούς και τα
µέλη της οικογενείας των ασφαλιστικών παροχών.
δ΄) Τας πάσης φύσεως προσόδους εκ της περιουσίας αυτού.
ε΄) Τα πρόστιµα και τας χρηµατικάς ποινάς τας επιβαλλοµένας δια παραβάσεις του
παρόντος νόµου, ων ο τρόπος ος εις το ΙΚΑ αποδόσεως θέλει ορισθή δια διατάγµατος,
προκαλουµένου υπό του Υπουργού Εργασίας, αιτήσει του ∆.Σ. του ΙΚΑ.
στ) Παν έσοδον πραγµατοποιούµενον παρ’ αυτού εκ δωρεάς, κληρονοµίας, κληροδοσίας
ή άλλης αιτίας και
ζ) Τα εκ της παρά του ΙΚΑ διαθέσεως των χρησίµων δια την λειτουργίαν της
ασφαλίσεως εντύπων και άλλων εκδόσεων, άτινα θέλουσιν ορίσει Κανονισµοί.
η) Εισφοράς του Κράτους, καταβλητέας, από του οικονοµικού έτους 1953-1954,
καθοριζοµένης δε κατ’ έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού Οικονοµικών, δια της αναγραφής της
σχετικής πιστώσεως εις τον ειδικόν προϋπολογισµόν του Υπουργείου Εργασίας. Αν εν λόγω
κρατικαί εισφοραί κατανέµονται προτάσει του ∆.Σ. του ΙΚΑ δι’ αποφάσεως του Υπουργού
Εργασίας εις ένα ή πλείονας των ασφαλιστικών κλάδων, και αναλόγως των αναγκών εκάστου.

Άρθρον 25.
1. Αι δι’ εκάστην ηµέραν εργασίας εισφοραί προς το ΙΚΑ υπέρ εκάστου κλάδου
ασφαλίσεως, ήτοι:
α) ∆ια τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα.
β) ∆ια τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος.
γ) ∆ια τον κλάδον ανεργίας, γήρατος, θανάτου και
δ) ∆ια τον κλάδον ανεργίας
ορίζονται δι’ έκαστον, και κατανέµονται κατά τα εν τω κατωτέρω πίνακι αναφερόµενα
ποσοστά, επί του ηµερησίου τεκµαρτού µισθού του ησφαλισµένου.


Επί αυτοτελώς εργαζοµένου ησφαλισµένω ούτοι βαρύνονται και µε το ποσοστόν της
εργοδοτικής εισφοράς.
Η κατά τ’ ανωτέρω εισφορά εκ 2% δια τον κλάδον ανεργίας, δύναται να µειούται µέχρις
1%, δι’ αποφάσεων του Υπουργικού Συµβουλίου λαµβανοµένων δια της Εφηµερίδος της
Κυβερνήσεως. Κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν δύναται όµως αύτη µειωθείσα να αυξάνεται
εκ νέου µέχρι του 2%.

2. ∆ια τον υπολογισµόν των κατά την προηγούµενην παράγραφον εισφορών και των
κατά των παρόντα νόµον παροχών, τα υπαγόµενα εις την ασφάλισιν του παρόντος πρόσωπα, τα
παρέχοντα εξηρτηµένην εργασίαν, κατατάσσονται εις µίαν των ακολούθων δώδεκα
ασφαλιστικών κλάσεων, δι’ ας προσδιορίζονται τα έναντι εκάστης τούτων αναφερόµενα
τεκµαρτά ηµεροµίσθια, εφ’ ων και υπολογίζονται αι εισφοραί.

ι’ αποφάσεων του ∆.Σ. στρογγυλεύονται εις ακεραίας εκατοντάδας, ή πεντάδας
εκατοντάδων ή χιλιάδας δραχµών αι δι’ εκάστην ασφαλιστικήν κλάσιν καταβλητέαι κατά τας
διατάξεις του παρόντος άρθρου εισφοραί.
3. ∆ι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του ΙΚΑ, εγκρινοµένων παρά του Υπουργού Εργασίας,
δύναται, εν περιπτώσει ουσιωδών µεταβολών του τιµαρίθµου κόστους της ζωής, να
αυξοµειούνται τα ανώτατα και κατώτατα όρια ηµερησίων µισθών εκάστης κλάσεως και
αναλόγως τα τεκµαρτά ηµεροµίσθια ως και να προστίθενται νέαι κλάσεις.
4. Ως ηµερήσιος µισθός δια την κατάταξιν των ησφαλισµένων εις ασφαλιστικές κλάσεις
νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων εις χρήµα και εις είδος, των τελευταίων τούτων
αποτιµωµένων εις χρήµα δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α.
5. Κανονισµός θέλει ορίσει τα του τρόπου εξευρέσεως του ηµερησίου µισθού. ∆ια του
Κανονισµού δύναται να προβλεφθή η κατάταξις ωρισµένων κατηγοριών ησφαλισµένων
παρεχόντων, εξηρτηµένην εργασίαν εις κλάσεις, δι’ αποφάσεων του ∆.Σ., βάσει του µέσου
όρου των τεκµαιροµένων αποδοχών τούτων.
Προκειµένου περί αυτοτελώς εργαζοµένων ησφαλισµένων ούτοι κατατάσσονται εις
ασφαλιστικάς κλάσεις κατά κατηγορίας βάσει του τεκµαιροµένου εισοδήµατος εκάστης
κατηγορίας τούτων, δι’ αποφάσεων του ∆.Σ.
6. Αι µέχρι της ενάρξεως της εφαρµογής του συστήµατος της κατά τα ανωτέρω
κατατάξεως των ησφαλισµένων εις ασφαλιστικάς κλάσεις, πραγµατοποιηθείσαι εν τη
ασφαλίσει του Ι.Κ.Α. ηµέραι εργασίας λογίζονται ως πραγµατοποιηθείσαι, εις την αµέσως
κατωτέραν ασφαλιστικήν κλάσιν εκείνην εις ην θέλει το πρώτον καταταγή η κατηγορία εις ην
ανήκει κατά τα ανωτέρω έκαστος ησφαλισµένος.
7. Τα της κατατάξεως εις ασφαλιστικάς κλάσεις των ησφαλισµένων των
απασχολουµένων δια λογαριασµόν πλειόνων εργοδοτών, ως και τα του υπολογισµού των εις
τούτους χορηγητέων παροχών, ορισθήσεται δια κανονισµού.
8. Ο ησφαλισµένος όστις ειργάσθη παρά τω εργοδότη τµήµα µόνον ηµέρας,
υποχρεούται µετά του εργοδότου εις την καταβολήν της εισφοράς ολοκλήρου ηµέρας.
9. Ως βάσις υπολογισµού της εισφοράς ορίζεται η ηµέρα εργασίας.
ύναται δια κανονισµού να καθορισθή ως χρονική βάσις υπολογισµού των εισφορών η
εβδοµάς ή ο µην, είτε γενικώς είτε δι’ ωρισµένας κατηγορίας ησφαλισµένων. ∆ια του οικείου
κανονισµού θέλουσι καθορισθή και πάσαι αι σχετικαί µε την τροποποίησιν ταύτην της χρονικής
βάσεως υπολογισµού των εισφορών αναγκαίαι λεπτοµέρειαι.
10. Ο εργοδότης βαρύνεται µε ολόκληρον την εισφοράν ησφαλισµένου και εργοδότου εφ’
όσον ουδεµίαν αµοιβήν εις χρήµα εισπράττει ο ησφαλισµένος παρά τούτου ή παρά τρίτων
καθώς και δια τους υπ’ αυτού απασχολουµένους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α.
11. Είναι άκυρος πάσα συµφωνία περί µεταθέσεως του ασφαλιστικού βάρους ή περί
µεταβολής ή περί µεταβολής του τρόπου κατανοµής αυτού.
Υπόχρεως προς εισφοράν και τρόπος καταβολής.
Άρθρον 26.
1. ∆ια την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισµένων ευθύνεται επί παρεχόντων
εξηρτηµένην εργασίαν ο εργοδότης και επί αυτοτελώς εργαζοµένων οι ίδιοι ή ο κατά το Άρθρον
8 παραγρ. 5 εδ. δ΄ ασφαλιστικός Συνεταιρισµός.
Ο εργοδότης υποχρεούται δια την καταβολήν των εισφορών και των ησφαλισµένων των
µη αµειβοµένων εν όλω ή εν µέρει υπ’ αυτού. Εν τοιαύτη περιπτώσει ούτος καταβάλλων τας
εισφοράς δικαιούται να εισπράττη κατά τον δια κανονισµού ορισθησόµενον τρόπον, το
βαρύνον τον ησφαλισµένον τµήµα. Άρνησις του ησφαλισµένου προς καταβολήν της
βαρυνούσης αυτόν εισφοράς, αποτελεί λόγον καταγγελίας της συµβάσεως, άνευ οιασδήποτε
αποζηµιώσεως.
Πλείονες εργοδόται εκµεταλλευόµενοι την αυτήν επιχείρησιν, συµπεριλαµβανοµένων και
των εν άρθρω 8 παράγραφος 5 περιπτώσεων, ευθύνονται εις ολόκληρον.
2. ∆ι’ ησφαλισµένους µη έχοντας σταθερόν εργοδότην ως και επί αυτοτελώς
εργαζοµένων ησφαλισµένων δύνανται κατά τας διατάξεις κανονισµού, οσάκις συντρέχουν
ειδικαί προς τούτο συνθήκαι, να θεσπισθή ίδιον σύστηµα καταβολής των εισφορών µη
αποκλειοµένης της επιβολής εις τούτους της υποχρεώσεως προς σύστασιν ασφαλιστικού
συνεταιρισµού, όστις θα υπέχη έναντι Ι.Κ.Α., την ευθύνην εργοδότου δια την καταβολήν των
εισφορών.
3. ∆ια του κανονισµού καθορισθήσεται ο χρόνος της καταβολής εισφορών. Ο υπόχρεως
εις την καταβολήν εισφορών δέον εντός τριάκοντα ηµερών από του ορισθησοµένου χρόνου, να
καταβάλη εις το Ι.Κ.Α., τας εισφοράς. Η ανωτέρω προθεσµία δύναται να παρατείνεται δι’
αποφάσεως της οικείας Τ.∆.Ε., προκειµένου περί Ν.Π.∆.∆. µέχρι 60 ηµερών, εφ’ όσον
συντρέχουν σοβαροί προς τούτο λόγοι.
4. Το Ι.Κ.Α. δύναται προς είσπραξιν των εισφορών του να εκδίδη και χρησιµοποιή
ένσηµα, άτινα απολαύουσι της νοµικής προστασίας της θεσπιζοµένης δια τα υπό του κράτους
εκδιδόµενα χαρτόσηµα, εξοµειούµενα απολύτως προς αυτά.
ύναται δια κανονισµού να ορισθή είτε γενικώς, είτε δια κατηγορίας τινάς ησφαλισµένων,
έτερος τρόπος εισπράξεως των εισφορών, εφ’ όσον ούτος κρίνεται ως προσφορώτερος.
5. Κατά την πληρωµήν των µισθών, επί παρεχόντων εξηρτηµένην εργασίαν ο εργοδότης
υποχρεούται να παρακρατή τα τµήµατα των εισφορών τα βαρύνοντα τους ησφαλισµένους.
Εάν ο εργοδότης δεν εκπληρώση την υποχρέωσίν του ταύτην εντός διµήνου από της
ηµέρας της πληρωµής των µισθών η καταβολή της τε εργοδοτικής και της εισφοράς του
ησφαλισµένου βαρύνει τον εργοδότην.
6. Εάν ο εργοδότης δεν καταβάλη εις το Ι.Κ.Α., τα εκ των µισθών των ησφαλισµένων
παρακρατηθέντα κατά την προηγουµένην παράγραφον ποσά, εντός των περί ων η παρ. 3
προθεσµιών καταβολής εισφορών, διαπράττει το αδίκηµα υπεξαιρέσεως εις βαθµόν
πληµµελήµατος, ασχέτως ποσού.
ια τας βαρυνούσας αυτόν εισφοράς, εφαρµόζονται αι διατάξεις του άρθρου 6 του Νόµου
1373/1944.
7. Η παρά του εργοδότου µη καταβολή των εισφορών, δεν συνεπάγεται δια τον
ησφαλισµένον στέρησιν ή µείωσιν των δικαιωµάτων αυτού επί των παροχών, επιφυλασσοµένης
πάντως της εφαρµογής της διατάξεως της παραγράφου 8 του παρόντος.
Η παρ’ αυτοτελώς εργαζοµένων ησφαλισµένων καθυστέρησις της καταβολής των
εισφορών πέραν του υπό Κανονισµού ορισθησοµένου χρόνου συνεπάγεται στέρησιν των
παροχών.
8. Ο ησφαλισµένος δύναται να λάβη γνώσιν οποτεδήποτε των στοιχείων των
αφορώντων την ασφαλιστικήν του σχέσιν.
Ο ησφαλισµένος δικαιούται εντός εξαµήνου ανατρεπτικής προθεσµίας από της
ανακοινώσεως αυτώ υπό του Ι.Κ.Α. των στοιχείων των συνιστώντων την ασφαλιστικήν του
σχέσιν (χρόνος ασφαλίσεως, κατάταξις εις ασφαλιστικήν κλάσιν) να υποβάλη αντιρρήσεις κατ’
αυτών. Παρελθούσης απράκτου της προθεσµίας ταύτης, η εκ των στοιχείων του Ι.Κ.Α.
προκύπτουσα ασφαλιστική σχέσις, θεωρείται ακριβής ως προς τον διαδραµόντα χρόνον, υπό
πάσαν άποψιν.
ια την µέχρι της ισχύος του παρόντος ασφαλιστικήν σχέσιν, τυχόν αντιρρήσεις δύνανται
να υποβληθούν εντός έτους το πολύ από της ανακοινώσεως εις τον ησφαλισµένον των σχετικών
στοιχείων. Παρελθούσης απράκτου της προθεσµίας ταύτης, η εκ των στοιχείων του Ι.Κ.Α.
προκύπτουσα ασφαλιστική σχέσις λογίζεται ακριβής υπό πάσαν άποψιν.
ια κανονισµού ορισθήσονται πάσαι αι σχετικαί µε τα ανωτέρω λεπτοµέρειαι και ο
τρόπος της διορθώσεως των διαφόρων στοιχείων.
9. Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγοµένων εις την ασφάλισιν προσώπων, του
αριθµού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται υποχρεούται.
α) Να µεριµνούν δια τον εφοδιασµόν των απασχολουµένων παρ’ αυτοίς προσώπων δια
ασφαλιστικής ταυτότητος.
β) Να τηρώσι κατά τους ορισµούς κανονισµού καταστάσεις προσωπικού και να
διαφυλάττωσι ταύτας επί πενταετίαν.
γ) Να επιτρέπωσιν εις τα δια Κανονισµού ορισθησόµενα όργανα του Ι.Κ.Α. και του
Κράτους, την εξέτασιν των ως άνω καταστάσεων, των εµπορικών των βιβλίων και παντός
ετέρου στοιχείου, ως και την επιτόπιον έρευναν προς διαπίστωση της ακριβείας των εν αυτοίς
εγγραφών.
Οι εργοδόται υποχρεούνται να παρέχουν ωσαύτως εις τα εν λόγω όργανα, πάσαν
πληροφορίαν δυναµένην να καταστήσει ευχερή και αποτελεσµατικήν την ενάσκησιν του
ελέγχου, προς εξασφάλισιν της καλής εφαρµογής του παρόντος νόµου και των εις εκτέλεσιν
τούτου εκδοθησοµένων Κανονισµών. Της υποχρεώσεως, περί ης το εδάφιον β΄ της παρούσης
παραγράφου δύναται να απαλλαγώσιν εργοδόται µη απασχολούντες συνήθως πλέον των τριών
ησφαλισµένων, κατά τα ειδικώτερον δια κανονισµού ορισθησόµενα.
δ) Να υποβάλλουν εις τας υπηρεσίας του Ι.Κ.Α., κατά τα ειδικώτερον εν τω κανονισµώ
ορισθησόµενα, αντίγραφα των περί ων το εδάφιον α΄ κατάστασιν.
10. Τα περί ων η προηγουµένη παράγραφος όργανα, υποχρεούνται να τηρώσιν απόλυτον
εχεµύθειαν δια παν, ότι κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των υποπίπτει εις την αντίληψιν
αυτών, και δεν αφορά την εφαρµογήν του παρόντος νόµου και την λειτουργίαν της
ασφαλίσεως.
11. Εάν ο εργοδότης παραβαίνη την υποχρέωσιν προς τήρησιν και διαφύλαξιν των περί
ων ανωτέρων στοιχείων, ή δεν τηρή ταύτα προσηκόντως, ή αρνήται να συµµορφωθή προς τους
ορισµούς της παραγράφου 9, εκ τούτου δε δυσχεραίνεται η εξακρίβωσις των υπαγοµένων εις
την ασφάλισιν προσώπων ή των καταβλητέων εισφορών, αύται καθορίζονται κατά την
ανεξέλεγκτον κρίσιν του Ι.Κ.Α.
12. Ο Υπουργός Εργασίας δύναται να ζητή οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίον, την
υποβολήν αυτώ παντός στατιστικού στοιχείου σχετιζοµένου προς την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α. ως
και να παραγγέλλη την περιοδικήν υποβολήν αυτώ συναφών στοιχείων, εντός ωρισµένων
προθεσµιών. Η µη εµπρόθεσµος υποβολή των ανωτέρω στοιχείων, συνιστά βαρύ πειθαρχικόν
παράπτωµα δια τον υπαίτιον της µη εµπροθέσµου υποβολής τούτων.
13. Το Ι.Κ.Α. υποχρεούται όπως υποβάλλη εις το Υπουργείον Εργασίας και εις την Γεν.
/νσιν ∆ηµοσίου Λογιστικού του Υπουργείου Οικονοµικών, εις την αρχήν µεν εκάστου
ηµερολογιακού τριµήνου λογιστικήν κατάτσασιν εσόδων και εξόδων δια το προηγούµενον
ηµερολογιακόν τρίµηνον εις την αρχήν δε εκάστου ηµερολογιακού έτους αντίγραφον του
ισολογισµού και απαλογισµού του δια του παρελθόν ηµερολογιακόν έτος.

Άρθρον 27.
1. Εισφοραί µη καταβληθείσαι εντός της προθεσµίας του άρθρου 26 παράγραφος 3,
επιβαρύνονται δια προσθέτου τέλους ίσου προς 20% τούτων, εκτός εάν ο υπόχρεως δια την
καταβολήν εργοδότης προβή εις εξόφλησιν των καθυστερουµένων εισφορών προ πάσης
καταλογιστικής πράξεως ή και το βράδυτερον εντός µηνός από της εις αυτόν κοινοποιήσεως
της σχετικής καταλογιστικής πράξεως, ότε το πρόσθετον τέλος περιορίζεται εις 10%.
2 Επιφυλασσοµένης της εφαρµογής της ανωτέρω παραγράφου η καθυστέρησις της
καταβολής των εισφορών δι’ έκαστον συµπληρούµενον τρίµηνον από της πρώτης του εποµένου
µηνός εντός του οποίου εβεβαιώθησαν εις το ∆ηµόσιον Ταµείον, ίνα εισπραχθούν
αναγκαστικώς κατά τας διατάξεις του παρόντος, συνεπάγεται επιβάρυνσιν του εργοδότου δι’
ετέρου προσθέτου τέλους 10%. Η τοιαύτη κατά τρίµηνον επιβάρυνσις του εργοδότου δια
προσθέτων τελών, δεν δύναται πάντως να υπερβή το ποσοστόν 100% της αρχικώς
βεβαιωθείσης οφειλής.
3. Αι κατά τον παρόντα νόµον απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. εκ καθυστερουµένων εισφορών,
προσθέτων τελών ή επαυξήσεων των εισφορών, κατ’ εφαρµογήν του άρθρου 54 § 3,
εισπράττονται δια του υπό του Ν.∆. 1383/1942 συσταθέντος «∆ηµοσίου Ταµείου Εσόδων
Ι.Κ.Α.» ή των αρµοδίων δηµοσίων Ταµείων ή των αρµοδίων υπηρεσιών του Ι.Κ.Α., κατά τας
διατάξεις κανονισµού, εφαρµοζοµένων των διατάξεων του Νόµου «περί εισπράξεως δηµοσίων
εσόδων». Την κατά τον νόµον 5940/33 «περί εισπράξεως δηµοσίων εσόδων» παρεχοµένην
ευχέρειαν αναστολής καταβολής οφειλοµένων ή τµηµατικής καταβολής, ασκεί το κατά τους
κανονισµούς του Ι.Κ.Α. αρµόδιον όργανον.
Ως τακτοποίησις των περί ων το Άρθρον 57 § 1 καθυστερουµένων εισφορών, νοείται και
η παρά του οφειλέτου δήλωσις περί εξοφλήσεως αυτών δια 12 µηνιαίων δόσεων. Η µη
καταβολή δόσεως τινός εντός 15θηµέρου αφ’ ης κατέστη απαιτητή, καθιστά απαιτητόν
ολόκληρον το ποσόν των καθυστερουµένων εισφορών, προσαυξηµένον κατά 50%.
4. Ως τίτλοι δια την βεβαίωσιν και είσπραξιν των περί ων ανωτέρω απαιτήσεων
χρησιµεύουσι καταστάσεις οφειλετών.
5. Κατά της κατά τα ανωτέρω εκτελέσεως επιτρέπονται προσφυγαί ενώπιον του
Πρωτοβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου. Κατά των αποφάσεων τούτου,
επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του ∆ευτεροβαθµίου Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου, εφ’ όσον
πρόκειται περί ποσών υπερβαινόντων το 50πλάσιον του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ανωτάτης
ασφαλιστικής κλάσεως.
6. Εν περιπτώσει εισπράξεως των απαιτήσεων του Ι.Κ.Α. δια πλειστηριασµού ή
αναγγελίας εις την πτώχευσιν, η κατάταξις αυτών γίνεται προνοµιακώς µετά των απαιτήσεων
της παρ. 4 του άρθρου 940 της Πολιτικής ∆ικονοµίας, επί ενδεχοµένης δε ανεπαρκείας του
αποµένοντος υπολοίπου προς εντελή εξόφλησιν, αι ούτω συντρέχουσαι προνοµιακαί απαιτήσεις
κατατάσσονται συµµέτρως.
7. Το δικαίωµα προς είσπραξιν των εισφορών, παραγράφεται µετά πενταετίαν από της
λήξεως του οικονοµικού έτους, καθ’ ο αύται κατέστησαν απαιτηταί.
Επί της τοιαύτης παραγραφής, εφαρµόζονται κατ’ αναλογίαν αι διατάξεις περί
βραχυπροθέσµων παραγράφων του Αστικού Κώδικος.
8. Εισφοραί αχρεωστήτως εισπραχθείσας επιστρέφονται επί τη αιτήσει του
ενδιαφεροµένου, εντόκως προς 5%. Η διάταξις αύτη δεν ισχύει δια τας υπέρ των κλάδων
ασφαλίσεων παροχών ασθενείας εις χρήµα και εις είδος εισπραχθείσας αχρεωστήτως εισφοράς.
Ο ησφαλισµένος δικαιούται ν’ απαιτήση την απ’ ευθείας εις αυτόν πληρωµήν του
αναλογούντος αυτώ εξ εισφορών του ποσοού εκ των αχρεωστήτως εισπραχθεισών εισφορών
µετά του εκ 5% τόκου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Παροχαί Ασφαλίσεως.
Σύνταξις αναπηρίας, γήρατος και θανάτου.
1. Ο παρά το Ιδρύµατι ησφαλισµένος δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος ή αναπηρίας
εάν:
α) Επραγµατοποίησε δύο χιλιάδες πεντακοσίας (2.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας και
δεν συντρέχει περίπτωσις εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 51 του παρόντος,
συνεπλήρωσε δε και τα κατά το επόµενον εδάφιον β΄ όρια ηλικίας ή κατέστη ανάπηρος κατά
την έννοιαν της εποµένης παραγράφου, ή
β) Επραγµατοποίησεν ανά εκατόν (100) τουλάχιστον ηµέρας εργασίας καθ’ έκαστον των
πέντε ηµερολογιακών ετών, των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο συνεπλήρωσε το 60ον
προκειµένου περί θηλέων έτος της ηλικίας ή καθ’ ό υπέβαλε την περί απονοµής αυτώ
συντάξεως λόγω γήρατος αίτησίν του µετά την συµπλήρωσιν των ανωτέρω ορίων ηλικίας ή
καθ’ ο κατέστη ανάπηρος κατά την έννοιαν της εποµένης παραγράφου.
Προκειµένου ειδικώς περί ησφαλισµένων συνταξιοδοτουµένων παρά του ∆ηµοσίου ή
παρ’ ετέρου Οργανισµού κυρίας ασφαλίσεως κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως περί
συνταξιοδοτήσεώς των, δια την απονοµήν συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος παρά του
Ι.Κ.Α., δέον όπως ο ησφαλισµένος κατέστη ανάπηρος ή συνπερλήρωσε τα κατά ανωτέρω όρια
ηλικίας και επραγµατοποίησε εκτός των εκ των εδαφίω β΄ προϋποθέσεων και 1500 τουλάχιστον
ηµέρας εργασίας συνυπολογιζοµένων εις ταύτας και των κατά το εδ. β΄ ηµερών, µη
εφαρµοζοµένης δε ως προς τούτος της διατάξεως του εδαφίου α΄.
2. Ο ησφαλισµένος θεωρείται ανάπηρος κατά την έννοιαν της διατάξεως της
προηγουµένης παραγράφου, εάν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωµατικής ή
πνευµατικής εξαµήνου τουλάχιστον κατ’ ιατρικήν πρόβλεψιν διαρκείας, δεν δύναται να κερδίζη
δι’ εργασίας ανταποκρινοµένης εις τας δυνάµεις, τας δεξιότητας, την µόρφωσιν και την συνήθη
αυτού επαγγελµατικήν απασχόλησιν, πλέον του τρίτου εκείνου όπερ συνήθως κερδίζει εν τη
αυτή περιφερεία και επαγγελµατική κατηγορία σωµατικώς και πνευµατικώς υγιής άνθρωπος
της αυτής µορφώσεως.
Εάν ο ησφαλισµένος δύναται να κερδίζη υπό τας εν τω προηγουµένω εδαφίω οριζοµένας
προϋποθέσεις και όρους, πέον µεν του τρίτου ουχί όµως και των 2/3 εκείνου όπερ κερδίζει
σωµατικώς και πνευµατικώς υγιής άνθρωπος, δικαιούται, εφ’ όσον είχε συµπληρώσει και τον
υπό της παραγράφου 1 απαιτούµενον αριθµόν ηµερών εργασίας, ειδικού επιδόµατος
αναπροσαρµογής ίσου προς το ποσόν της ης θα εδικαιούτο συντάξεως λόγω αναπηρίας. Το
ανωτέρω επίδοµα καταβάλλεται αδιαφόρως ασκήσεως παρά του επιδοµατούχου οιασδήποτε
εξηρτηµένης ή αυτοτελούς απασχολήσεως και επί µίαν διετίαν το πολύ. Η καταβολή όµως του
επιδόµατος τούτου δύναται να εξαρτάται εκ της αποδοχής εκ µέρους του επιδοτούµενου της
υποδεικνυοµένης αυτώ παρά του Ι.Κ.Α. επαγγελµατικής αναπροσαρµογής.
3. Εάν ησφαλισµένος κατέστη ανάπηρος εκ προθέσεως ή συνεπεία πληµµελήµατος ή
κακουργήµατος παρ’ αυτού διαπραχθέντος, αποδεικνύεται δε η ενοχή του δια τελεσιδίκου
δικαστικής αποφάσεως, δεν δικαιούνται συντάξεως αναπηρίας ή επιδόµατος αναπροσαρµογής.
Εάν όµως υπάρχωσι πρόσωπα εκ των εις την παράγραφον 6 αναφεροµένων, ταύτα δικαιούνται
της συντάξεως ης θα εδικαιούντο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισµένου.
4. Ηµέραι εργασίας πραγµατοποιούµεναι κατά το πρώτον έτος µετά την συµπλήρωσιν
των κατά την παράγραφον 1 ορίων ηλικίας, συνπολογίζονται άπασαι εις τας υπό της αυτής
παραγράφου 1 απαιτουµένας ηµέρας εργασίας, αι κατά τα επόµενα όµως έτη
πραγµατοποιούµεναι συνυπολογίζονται µετ’ αφαίρεσιν 50 ηµερών εκ των πραγµατοποιηθεισών
καθ’ έκαστον ηµερολογιακόν έτος.
5. Εάν ο παρά τω Ιδρύµατι ησφαλισµένος συνεπλήρωσε 2.500 τουλάχιστον ηµέρας
εργασίας εξ ων ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών, των
αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο υποβάλλεται η αίτησις περί απονοµής συντάξεως,
δικαιούται συντάξεως γήρατος ηλαττωµένης κατά το 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως,
δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ των υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζοµένων
ορίων ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του προκειµένου περί
ησφαλισµένου και το 55ον έτος της ηλικίας προκειµένου περί ησφαλισµένης.
Από της συµπληρώσεως των αυτών ορίων ηλικίας, ήτοι του 60ου προκειµένου περί
αρρένων και του 55ου προκειµένου περί θηλέων, δικαιούνται συντάξεως συντρεχουσών των
προϋποθέσεων της παραγράφου 1 εδ. α΄ και δη άνευ των κατά τα ανωτέρω µειώσεων, οι
ησφαλισµένοι οι επί µακρόν απασχολούµενοι εις ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα
καθοριζόµενα δια Κανονισµού, όστις θέλει καθορίσει πλην του χρόνου απασχολήσεως εις τα εν
λόγω επαγγέλµατα και παν σχετικόν µε την συνταξιοδότησιν τούτων ζήτηµα.
Ο δια της παρούσης διατάξεως προβλεπόµενος δια την εφαρµογήν αυτής Κανονισµός δεν
δύναται να τεθή εν ισχύϊ πρό της 1ης Ιανουαρίου 1953.
6. Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή
ησφαλισµένου τυγχάνοντος επιδόµατος αναπροσαρµογής κατά τα εν παρ. 2 εδ. δεύτερον
οριζόµενα, αδιαφόρως ορίου ηλικίας ως και εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισµένου, αδιαφόρως
ορίου ηλικίας ως και εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισµένου, εάν ο θανών είχε πραγµατοποιήσει
τον εν παρ. 1 εδ. α΄ οριζόµενον αριθµόν ηµερών εργασία ή ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον
εντός πέντε ηµερολογιακών ετών των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ό έλαβε χώραν ο
θάνατος, δικαιούνται συντάξεως κατά τας εποµένας παραγράφους:
α) Η χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ου η συντήρησις εβάρυνε κυρίως την
θανούσαν.
β) Τα νόµιµα τέκνα, τα νοµιµοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθετηθέντα, ων η
υιοθεσία έλαβε χώραν εν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου του ή της χορηγήσεως συντάξεως
ή επιδόµατος αναπροσαρµογής εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαµβάνουσιν
οπωσδήποτε σύνταξιν εκ του Ι.Κ.Α. και επί θανάτου ησφαλισµένης ή συνταξιούχου ή
επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής και τα νόθα αυτής τέκνα.
γ) Οι κατά τον χρόνον του θανάτου ησφαλισµένου ή συνταξιούχου ή επιδοµατούχου
λόγω αναπροσαρµογής ορφανοί πατρός και µητρός έγγονοι και προγονοί, εφ’ όσον πάντες
ούτοι συντηρούνται κυρίως υπό του θανόντος (ή την θανούσαν).
7. Η χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως.
Α΄. Εάν ο θάνατος του συζύγου (της συζύγου) επήλθε προ της παρόδου εξ µηνών από της
τελέσεως του γάµου, εκτός:
α) Εάν ο θανάτος οφείλεται εις ατύχηµα εργατικόν ή µη.
β) Εάν, υφισταµένου του γάµου, εγεννήθη ή δια του γάµου ενοµιµοποιήθη τέκνον.
γ) Εάν η χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις κατάστασιν εγκυµοσύνης και
Β΄. Εάν ο θανών (η θανούσα) ελάµβανε κατά την τέλεσιν του γάµου σύνταξιν αναπηρίας
ή γήρατος ή επίδοµα αναπροσαρµογής, ο δε θάνατος επήλθε προ της πρόδου 24 µηνων από της
τελέσεως του γάµου, εκτός αν και εν τη περιπτώσει ταύτη συντρέχη λόγος τις εκ των ανωτέρω
υπό στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ αναφεροµένων.
8. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται η χήρα (χήρος), ισούται προς τα
ογδοήκοντα εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
9. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται έκαστον τέκνον, ισούται προς τα είκοσιν
εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
Προκειµένου όµως περί τέκνου ορφανού εξ αµφοτέρων των γονέων, η κατά το
προηγούµενον εδάφιον σύνταξις αυτού τριπλασσιάζεται.
Το σύνολον πάντως των συντάξεων της χήρας (χήρου) και των τέκνων, δεν δύνανται να
υπερβαίνη το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) και µη υπαρχούσης χήρας
(χήρου) δικαιουµένης συντάξεως, τα ογδοήκοντα εκατοστά του εν λόγω ποσού.
Εάν το σύνολον των συντάξεων υπερβαίνη τα όρια του προηγουµένου εδαφίου, η
σύνταξις εκάστου δικαιουµένου µειούται αναλόγως.
10. Οι περί ων η παράγραφος 6 έγγονοι, προγονοί και γονείς δικαιούνται συντάξεως, εάν
δεν υπάρχουν χήρα (χήρος) ή τέκνα δικαιούµενα συντάξεως ή επί υπαρχόντων τοιούτων, δια
της ικανοποιήσεως των εις σύνταξιν δικαιωµάτων αυτών δεν εξαντλείται το ποσόν της
συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
11. Το ποσόν της συντάξεως εκάστου εγγόνου, προγονού, του πατρός ή της µη χήρας
µητρός, ισούται προς τα είκσιν εκατοστά της συντάξεως του θανόντος (της θανούσης), της δε
χήρας µητρός εις τα 40% της αυτής συντάξεως, χωρίς όµως το σύνολον των συντάξεων των
εγγόνων, προγονών και γονέων να δύναται να υπερβή εν µεν τη πρώτη περιπτώσει της
προηγουµένης παραγράφου το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης), εν δεν τη
δευτέρα περιπτώσει της αυτής παραγράφου το ποσόν το αποµένον εκ της εν λόγω συντάξεως
µετά την ικανοποίησιν του εις σύνταξιν δικαιώµατος της χήρας (χήρου) ή των τέκνων.
Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παγράφου 9 εφαρµόζονται αναλόγως και εν
προκειµένω.
12. Ως σύνταξις του θανόντος (θανούσης) δια τον υπολογισµόν των ποσοστών των
συντάξεων των περί ων το παρόν Άρθρον µελών οικογενείας, λογίζεται το ποσόν της βασικής
συντάξεως, ( Άρθρον 29 παρ. 1 εδαφ. α΄ και β΄) το οποίον ελάµβανεν ο θανών (θανούσα)
συνταξιούχος λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή ο (η) επιδοµατούχος λόγω αναπροσαρµογής ή εις ο
θα εδικαιούτο ο θανών αν κατά την ηµέραν του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος, µη
συνυπολογιζοµένων των τυχόν προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών και απολύτου
αναπηρίας.

13. Πρόσωπα εκ των κατά το παρόν Άρθρον δικαιουµένων συντάξεως, στερούνται παντός
επ’ αυτής δικαιώµατος, εάν δι’ αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, ήθελον καταδικασθή δια
πράξιν, αποτέλεσµα της οποίας υπήρξεν ο θάνατος του ησφαλισµένου ή του συνταξιούχου (της
ησφαλισµένης ή της συνταξιούχου).


Ποσόν συντάξεως - Έναρξις – Λήξις
Άρθρον 29.
1. Το ποσόν της υπό του ΙΚΑ χορηγουµένης βασικής συντάξεως λόγω αναπηρίας και
γήρατος αποτελείται:
α) Εκ ποσού ίσου προς 80% του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της περί ής η παράγραφος 2
του άρθρου 25 1ης ασφαλιστικής κλάσεως, συν 10% επί της τυχόν διαφοράς της υπαρχούσης
µεταξύ του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της κλάσεως 1 και του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της
κλάσεως εις ην ανήκει ο ησφαλισµένος κατά τα εβ άρθρω 37 οριζόµενα. Η µηνιαία βασική
σύνταξις υπολογίζεται πολλαπλασιαζοµένου του ως άνω ανεφερθέντος ποσού επί 25.
β) εκ προσαυξήσεων του κατά το προηγούµενον εδάφιον εξευρισκοµένου ποσού ίσων:
αα) προς 4% ανά πεντακοσίας ηµέρας εργασίας, µετά τας πρώτας εννεακοσίας
ενενήκοντα εννέα τοιαύτας, δι’ ας δεν χορηγείται προσαύξησις και µέχρι συµπληρώσεως 3000
ηµερών εργασίας.
ββ) προς 3% ανά πεντακοσίας ηµέρας εργασίας, µετά την συµπλήρωσιν 3000 τοιούτων
και µέχρις 6000 ηµερών εργασίας.
γγ) προς 2% ανά πεντακοσίας ηµέρας εργασίας, µετά την συµπλήρωσιν 6000 τοιούτων
και άνω.
2. Προκειµένου περί αναπηρίας οφειλοµένης εις ατύχηµα, το ποσόν της απονεµητέας
κατά τας ανωτέρω διατάξεις βασικής συντάξεως µετά των προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών
βαρών, δεν δύναται να είναι κατώτερον του 60% του γινοµένου του τεκµαρτού ηµεροµισθίου
της ασφαλιστικής κλάσεως, εις ην ανήκει ο ησφαλισµένος κατά το Άρθρον 37 του παρόντος, επί
25.
3. Αι κατά την παράγραφον 1 του παρόντος βασικοί συντάξεις προσαυξάνονται:
α. Κατά 50%, εφ’ όσον ο συνταξιούχος είναι έγγαµος, η δε σύζυγός του δεν ασκεί
επάγγελµά τι ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισµού ή του ∆ηµοσίου και
β. Κατά 20% του αυτού ως άνω ποσού δια το πρώτον τέκνον, 15% δια το δεύτερον
τέκνον και 10% δια το τρίτον τέκνον, νοουµένων υπό την εν άρθρω 28, παράγραφος 6,
καθοριζοµένην έννοιαν, και µέχρι συµπληρώσεως του κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου
ορίου ηλικίας, εφ’ όσον δε είναι άγαµα και δεν ασκούν επάγγελµάτι ή δεν λαµβάνει δι’ αυτά
προσαύξησιν ο έτερος των συζύγων, εάν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισµού ή του
ηµοσίου ή δεν λαµβάνουν τα ίδια σύνταξιν εξ Ασφαλιστικού Οργανισµού ή του ∆ηµοσίου.
4. Ουδείς δικαιούται, παρά του Ι.Κ.Α. περισσοτέρων της µιας συντάξεων. Εάν
πρόσωπόν τι δικαιούται πλειόνων συντάξεων λαµβάνει την µεγαλυτέραν τοιαύτην.
5. Η καταβολή των συντάξεων και του επιδόµατος αναπροσαρµογής άρχεται από της
πρώτης του µηνός του εποµένου εκείνου, καθ’ ον έλαβον χώραν τα θεµελιούντα το δικαίωµα
γεγονότα. Εν πάση όµως περιπτώσει ούτη δεν δύναται να ανατρέξη εις χρόνον απώτερον του
έτους από της υποβολής της αιτήσεως περί απονοµής συντάξεως ή επιδόµατος
αναπροσαρµογής.
Εν περιπτώσει απονοµής συντάξεως λόγω αναπηρίας, οφειλοµένης εις ασθένειαν, το εις
σύνταξιν ή εις επίδοµα αναπροσαρµογής δικαίωµα άρχεται από της ηµέρας, καθ’ ην έπαυσε
καταβαλλόµενον επίδοµα ασθενείας, εφ’ όσον κατεβάλλετο τοιούτον ουχί όµως και πέραν του
έτους αναδροµικώς από της ηµέρας της υποβολής της αιτήσεως.
6. Το δικαίωµα εις σύνταξιν ή εις επίδοµα αναπροσαρµογής λήγει εις το τέλος του
µηνός, καθ’ όν έλαβε χώραν ο θάνατος του συνταξιούχου ή του επιδοµατούχου λόγω
αναπροσαρµογής ή ο ανάπηρος έπαυσεν να πληροί τας προϋποθέσεις του άρθρου 28,
παράγραφος 2, ή επί χήρας εις το τέλος του µηνός καθ’ ον συνήψε νέον γάµον και επί τέκνων,
εγγόνων και προγονών, εις το τέλος του µηνός, καθ’ ον συνεπλήρωσαν το 18ον έτος της
ηλικίας των ή προ τούτου συνήψαν γάµου.
Το ανωτέρω όριον ηλικίας δεν ισχύει προκειµένου περί τέκνου, εγγόνου ή προγονού
ανικάνου προς πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν.
7. Η καταβολή της συντάξεως αναστέλλεται εις τας ακολούθους περιπτώσεις:
α) Εάν ο συνταξιούχος εκτίη ποινήν στερητικήν της ελευθερίας µεγαλυτέραν των εξ
µηνών, εφ’ όσον χρόνον εκτίει ταύτην. Εφ’ όσον όµως υπάρχωσι πρόσωπα, άτινα εν
περιπτώσει θανάτου τούτου θα ελάµβανον σύνταξιν, ταύτα δικαιούνται εις την απόληψιν της
συντάξεως, ήτις θα κατεβάλλετο εις ταύτα εν περιπτώσει θανάτου του συνταξιούχου.
β) Εάν και εφ’ όσον χρόνον ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας δεν προσέρχεται κατά τα
δια Κανονισµού οριζόµενα, προς εξέτασιν της καταστάσεώς του.
γ) Εάν και εφ’ όσον ο συνταξιούχος ασκή αυτοτελές επάγγελµα ή παρέχη εξηρτηµένην
εργασίαν, εξ ης αποκερδαίνει προκειµένου µεν περί συνταξιούχου λόγω αναπηρίας και
γήρατος, ποσόν ανώτερον του 25πλασίου του ηµίσεος του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της
ασφαλιστικής κλάσεως βάσει της οποίας υπελογίσθη η σύνταξις και προκειµένου περί µελών
οικογενείας ποσόν διπλάσιον της συντάξεώς των.
8. Πρόσωπα λαµβάνοντα σύνταξιν παρά του ΙΚΑ κατά την έναρξιν της ισχύος του
παρόντος νόµου, θέλουν εξακολουθήσει δικαιούµενα ταύτης έστω και εάν δεν πληρώσι τας
προϋποθέσεις του παρόντος µέχρι λήξεως του δικαιώµατος αυτών εις σύνταξιν, συµφώνως
προς τας διατάξεις του παρόντος.
Το ποσόν όµως της συντάξεως των ως άνω συνταξιούχων αναπροσαρµόζεται συµφώνως
προς τας διατάξεις του παρόντος. ∆ια την τοιαύτην αναπροσαρµογήν αι παρά των
συνταξιούχων πραγµατοποιηθείσαι ηµέραι εργασίας βάσει των οποίων υπελογίσθη η σύνταξις
αυτών, λογίζονται άπασαι ως πραγµατοποιηθείσαι : α) εις την Ιην κλάσιν προκειµένου περί
συνταξιούχων αµφοτέρων των φύλων µη συµπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας των, β) εις
την ΙΙΙην κλάσιν προκειµένου περί γυναικών ηλικίας άνω των 18 ετών και γ) εις την Vην
κλάσιν προκειµένου περί ανδρών ηλικίας άνω των 18 ετών. Εάν όµως το ούτω προκύπτον εκ
της αναπροσαρµογής ποσόν είναι κατώτερον της συντάξεως την οποίαν ελάµβανον κατά τον
χρόνον της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, εξακολουθεί καταβαλλόµενον το ανώτερον
τούτο ποσόν.
9. Εν περιπτώσει ουσιωδών αυξοµειώσεων του γενικού τιµαρίθµου κόστους της ζωής αι
υπό του Ιδρύµατος καταβαλλόµεναι συντάξεις δύνανται να αυξοµειώνται κατά ποσοστόν
οριζόµενον δι’ αποφάσεων του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α. εγκρινοµένων υπό του Υπουργού Εργασίας.
10. Το ποσόν των υπό του Ι.Κ.Α. καταβαλλοµένων βασικών συντάξν λόγω αναπηρίας
προσαυξάνεται κατά 50% εφ’ όσον ο ανάπηρος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασίν απαιτούσαν
συνεχή επίβλεψιν, περιποίησιν και συµπαράστασιν ετέρου προσώπου (απόλυτος αναπηρία).
Υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις προσαυξάνεται κατά 50% και το ποσόν της
συντάξεως των µελών οικογενείας αποβιώσαντος ησφαλισµένου ή συνταξιούχου ή
επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής και δη άνευ µειώσεώς τινος των ποσών των συντάξεων
των δικαιουµένων συντάξεως ετέρων µελών οικογενείας.
11. Το συνολικόν ποσόν της απονεµητέας εις τον δικαιούχον βασικής συντάξεως λόγω
αναπηρίας ή γήρατος µετά των προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών εν ουδεµιά
περιπτώσει δύναται να είναι ανώτερον του 25σίου του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της
ασφαλιστικής κλάσεως βάσει του οποίου υπελογίσθη η σύνταξις.
Ιδιαίτερα πρόνοια υπέρ των συνταξιούχων.

Άρθρο 30.

1. Το Ι.Κ.Α. δύναται να παρέχη εις τους συνταξιούχους περίθαλψιν είτε εις κατάστηµα
περιθάλψεως αναπήρων ή γερόντων, είτε εις ορφανοτροφεία ή έτερα ευαγή Ιδρύµατα.
α) Τη αιτήσει των ιδίων συνταξιούχων ή του επιτρόπου, του κηδεµόνος ή του
αντιλήπτορος αυτών, είτε
β) τη αιτήσει της Αστυνοµικής Αρχής του τόπου διαµονής των συνταξιούχων, εφ’ όσον
πρόκειται περί τοξικοµανών ή µεθυσκοµένων καθ’ έξιν ή περί πασχόντων εξ επικινδύνων
ψυχικών ή λοιµωδών παθήσεων.
2. Η σύνταξις των κατά τω ανωτέρω περιθαλποµένων ή θεραπευοµένων συνταξιούχων,
µειούται εις το τέταρτον µεν εάν ούτοι δεν βαρύνονται δια της συντηρήσεως µελών οικογενείας
εκ των άρθρω 33 αναφεροµένων, εις το ήµισυ δε εν αντιθέτω περιπτώσει.
3. Εάν υπαιτιότητι του συνταξιούχου ή του επιτρόπου ή του κηδεµόνος ή του
αντιλήπτορος αυτού, δεν καθίσταται δυνατή η χορήγησις ή η συνέχισις της περιθάλψεως, εξ ης
θα ήρετο πιθανώς η αναπηρία, δύναται το Ι.Κ.Α. να στερή αυτόν του όλου ή µέρους της
συντάξεώς του επί χρόνον ουχί µακρότερον του έτους.
4. ∆ια κανονισµού θέλουσιν ορισθή τα της εκτελέσεως του παρόντος άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε τα σχόλια σας εδώ! Παρακαλούμε να είναι ευπρεπή!

Ακολουθήστε μας στα social media

Τα λογιστικά γραφεία που σε προσέχουν!

Πως θα βρείτε το λογιστικό γραφείο στο χάρτη

Χάρτης λογιστικού γραφείου