Βρες στο logistika-grafeia : Φορολογία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά, Λογιστικά θέματα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : Αριθ . 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51) Άρθρον 43-65

  Δεν υπάρχουν σχόλια
4:12 μ.μ.

αρθρο 119 κανονισμος ασφαλισης ικα κανονισμός ασφάλισης ικα εταμ ν 825 78 νομος 1846/1951 κανονισμος ασφαλισης ικα αρθρο 18 ν. 2556/1997 εθνικο τυπογραφειο δσα

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : Αριθ . 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51) Άρθρον 43-65


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:  ασφαλιση,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ: ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ: Αριθ. 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 179/Α/1-8-51) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
 Τελ.ενημέρωση: :40

ΑΝ1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51)



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Ένδικα Μέσα – Προσφυγή

Άρθρον 43
1. Επιτρέπεται προσφυγή εναντίον των αποφάσεων των οργάνων της ασφαλίσεως αι
οποίαι έχουν ως αντικείµενον :
α) Την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν ή τον απ’ αυτής αποκλεισµόν προσώπων ή την
διάρκειαν της ασφαλιστικής σχέσεως ή την κατάταξιν του ησφαλισµένου εις επάγγελµα
διάφορον εκείνου εις ο έδει να υπαχθή.
β) Τον καθορισµόν των οφειλοµένων κατά το Άρθρον 25 του παρόντος εισφορών ή την
επιβολήν προσθέτων τελών δια καθυστερουµένας εισφοράς ή την κατ’ εφαρµογήν του άρθρου
54 επαύξησιν των βαρυνόντων τους εργοδότας τµηµάτων των εισφορών ή την καταβολήν
δαπανών κατ’ εφαρµογήν του άρθρου 34 παρ. 2.
γ) Την µείωσιν ή πρόσκαιρον στέρησιν ή την πρόσκαιρον ή οριστικήν διακοπήν των
παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας ή της ανεργίας ή την άρνησιν χορηγήσεως αυτών είτε
απολύτως είτε υφ’ ην µορφήν ή εις έκτασιν ή υφ’ ας προϋποθέσεις αιτούνται ταύτας οι
ενδιαφερόµενοι.
δ) Την µείωσιν ή την πρόσκαιρον ή την οριστικήν διακοπήν ή την στέρησιν των παροχών
της ασφαλίσεως αναπηρίας, γήρατος και θανάτου ή την αναστολήν ή την άρνησιν χορηγήσεως
τοιούτων παροχών είτε απολύτως είτε υφ’ ην µορφήν ή εις ην έκτασιν ή υφ’ ας προϋποθέσεις
αιτούνται τοιαύτας οι ενδιαφερόµενοι ή συµψηφισµός περί ων το Άρθρον 40 παράγραφος 4.
2. Προκειµένου περί αποφάσεων, περί ων τα στοιχεία α΄ έως και γ΄ της προηγουµένης
παραγράφου, η προσφυγή ασκείται παρά των εχόντων έννοµον συµφέρον ενώπιον του
πρωτοβαθµίου Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου, εις την περιφέρειαν του οποίου κατοικεί ο
προσφεύγων.
3. Αι προσφυγαί κατ’ αποφάσεων, περί ων το υπό εδάφιον δ΄ της παραγράφου 1 του
παρόντος άρθρου, ασκούνται παρά των εχόντων έννοµον συµφέρον ενώπιον του
ευτεροβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου, εις την περιφέρειαν την οποίαν
κατοικεί ο προσφεύγων.
4. Η περί προσφυγής αίτησις συντάσσεται εφ’ απλού χάρτου, επιδίδεται δε εντός
αναπτρεπτικής προθεσµίας.
5. Η άσκησις προσφυγής αναστέλλει την εκτέλεσιν της προσβαλλοµένης αποφάσεως.
6. ∆ια ∆ιατάγµατος εκδιδοµένου προστάσει των Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Εργασίας
ορισθήσονται :
α) Ο τρόπος επιδόσεως και καταχωρήσεως της περί προσφυγής αιτήσεως.
β) Αι αναλόγως της φύσεως των εκκαλουµένων αποφάσεων προθεσµίαι ενασκήσεως των
προσφυγών, αίτινες δεν δύνανται να είναι βραχύτεροι των 30 ηµερών, ουδέ µακρότεραι των
τριών µηνών, υπό της κοινοποιήσεως των εκκαλουµένων αποφάσεων.
γ) Τα της προσεπικλήσεως, κυρίας ή προσθέτω παρεµβάσεως τριτανακοπής και
ανακοπής.
Έφεσις
Άρθρον 44.
1. Εναντίον των κατά προσφυγήν εκδιδοµένων αποφάσεων των πρωτοβαθµίων
διοικητικών ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων, ως και των αποφάσεων περί ων το Άρθρον 9, χωρεί
έφεσις ενώπιον του ∆ευτεροβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου, ασκουµένη είτε
παρά του Ι.Κ.Α., είτε παρά τινος των εν τη πρωτοβαθµίω δίκη µετασχόντων.
2. Αι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του προηγουµένου άρθρου ισχύουσιν αναλόγως και επί
των προσφυγών.
3. ∆ια ∆ιατάγµατος εκδιδοµένου προτάσει των Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Εργασίας
ορισθήσονται:
α) Ο τρόπος επιδόσεως της περί της εφέσεως αιτήσεως.
β) Αι αναλόγως της φύσεως των καθ’ ων η έφεσις αποφάσεων προθεσµίαι προς ενάσκησιν
αυτής, αίτινες δεν δύνανται να είναι βραχύτεραι των τριάκοντα ηµερών, ουδέ µακρότεραι των
τριών µηνών από της κοινοποιήσεως των σχετικών αποφάσεων.
Αίτησις αναιρέσεως και αναθεωρήσεως
Άρθρον 45.
1. Κατ’ αποφάσεως του ∆ευτεροβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου
επιτρέπεται, εντός εξήκοντα ηµερών από της κοινοποιήσεώς της, αίτησις αναιρέσεως ενώπιον
του Συµβουλίου της Επικρατείας, δια ψευδή ερµηνείαν ή εσφαλµένην εφαρµογήν του Νόµου ή
των εις εκτέλεσιν τούτου εκδιδοµένων κανονισµών.
2. Η περί αναιρέσεως αίτησις υποβάλλεται και εκδικάζεται κατά τας ισχυούσας περί
Συµβουλίου Επικρατείας διατάξεις.
3. Κατ’ εκδοθεισών οριστικών αποφάσεων, επιτρέπεται αναθεώρησις ασκουµένη ενώπιον
του εκδόντως την απόφασιν δικαστηρίου κατά τας περιπτώσεις του άρθρου 785 Πολ. ∆ικ. Την
αναθεώρησιν δύναται να ζητήση παν µετασχόν εις την δίκην πρόσωπον.
4. ∆ια ∆ιατάγµατος εκδιδοµένου προτάσει των Υπουργών Εργασίας και ∆ικαιοσύνης
θέλουσι καθορισθή.
α) Ο τρόπος επιδόσεως και καταχωρήσεως της περί αναθεωρήσεως αιτήσεως
απηλλαγµένης παντός τέλους και
β) Αι προθεσµίαι ενασκήσεως αναλόγως των διαφόρων λόγων αναθεωρήσεις
Πρωτοβάθµια ∆ιοικ. Ασφαλ. ∆ικαστήρια
Άρθρον 46.
1. ∆ια την εκδίκασιν των εν τη παραγράφω 2 του άρθρου 43 αναφεροµένων προσφυγών
συνιστώνται εις τας έδρας των µεγαλυτέρων Υποκαταστηµάτων του Ι.Κ.Α. Πρωτοβάθµια
ιοικητικά Ασφαλιστικά ∆ικαστήρια δια ∆ιατάγµατος, προκαλουµένου παρά των Υπουργών
ικαιοσύνης και Εργασίας, όπερ ορίζει την κατά τόπον αρµοδιότητα αυτών.
2. Έκαστον Πρωτοβάθµιον ∆ιοικητικόν Ασφαλιστικόν ∆ικαστήριον απαρτίζεται εκ του
Προέδρου εκ δύο µελών και του Γραµµατέως.
3. Ο Πρόεδρος εκάστου Πρωτοβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου και ο
δια την περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατος αναπληρωτής τούτου, διορίζονται εκ των εν τη έδρα
τούτου υπηρετούντων Προέδρων Πρωτοδικών ή Πρωτοδικών.
4. Τα δύο µέλη και δύο αναπληρωταί του διορίζονται το εν εκ των ησφαλισµένων και το
έτερον εκ των εργοδοτών, δι’ αποφάσεως του Προέδρου των Πρωτοδικών εις την περιφέρειαν
του οποίου υπάγεται η έδρα του Πρωτοβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου και
υποδεικνύονται ο µεν ησφαλισµένος και ο αναπληρωτής αυτού υπό της Γ.Σ.Ε.Ε. ο δε εργοδότης
και ο αναπληρωτής αυτού, υπό των οικείων επαγγελµατικών Οργανώσεων, καθ’ α θέλει ορίσει
το κατά την παρ. 7 του εποµένου άρθρου προβλεπόµενον διάταγµα.
5. Προς ταχύτεραν εκδίκασιν των υποθέσεων, δύνανται παρά τοις Πρωτοβαθµίοις
Ασφαλιστικοίς ∆ικαστηρίοις Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, να λειτουργούσι δύο ή
πλείονα τµήµατα συντιθέµενα κατά τα δια του παρόντος άρθρου οριζόµενα.
ευτεροβάθµια ∆ιοικητικά Ασφαλιστικά ∆ικαστήρια.
Άρθρον 47.
1. Συνιστώνται εις τας έδρας των εφετείων, δια διαταγµάτων εκδιδοµένων υπό των
Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Εργασίας, ∆ευτεροβάθµια ∆ιοικητικά Ασφαλιστικά ∆ικαστήρια
προς εκδίκασιν των περί ων η παράγραφος 3 του άρθρου 43 προσφυγών και των κατά το
Άρθρον 44 ασκουµένων εφέσεων.
2. Τα ∆ευτεροβάθµια ∆ιοικητικά Ασφαλιστικά ∆ικαστήρια αποτελούνται εκ του
Προέδρου, τεσσάρων µελών και του Γραµµατέως.
3. Ως Πρόεδροι των ∆ευτεροβαθµίων ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων
διορίζονται Αρεοπαγίται ή Πρόεδροι Εφετών ή Εφέται δι’ αναπλήρωσιν των οποίων, εις
περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατος, διορίζονται ανά τρεις Αρεοπαγίται ή Πρόεδροι Εφετών ή
Εφέται.
4. Τα δύο εκ των µελών εκάστου ∆ευτεροβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού
ικαστηρίου µετά των αναπληρωτών των διορίζονται εξ ειδικών προσώπων εχόντων πείραν και
γνώσεις περί τα ασφαλιστικά ζητήµατα και κεκτηµένων πτυχίον Νοµικής Σχολής,
λαµβανοµένων εκ πίνακος περιλαµβάνοντος διπλάσιον αριθµόν των απαιτουµένων τακτικών
και αναπληρωµατικών µελών και καταρτιζοµένου υπό Ειδικού Συµβουλίου απαρτιζοµένου:
α) Εκ δύο Συµβούλων της Επικρατείας, υποδεικνυοµένων µετά των αναπληρωτών των,
υπό του Προέδρου αυτού.
β) Εξ ενός Αρεοπαγίτου, υποδεικνυοµένου µεθ’ ενός αναπληρωτού υπό του Προέδρου του
Αρείου Πάγου και
γ) Εκ δύο καθηγητών της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, υποδεικνυοµένων
µετά των αναπληρωτών των, υπό της Σχολής.
Άπαντα τα µέλη, τακτικά και αναπληρωµατικά, του ειδικού ως άνω Συµβουλίου,
διορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, δηµοσιευοµένων δια της Εφηµερίδος της
Κυβερνήσεως. ∆ια της αυτής αποφάσεως ορίζεται ο Πρόεδρος του Συµβουλίου και αι
καταβλητέαι εις τους µετέχοντας αυτού αποζηµιώσεως.
Τα της προσελεύσεως εις Συνεδρίασιν, απαρτίας, λήψεως αποφάσεων και γενικώς τα του
τρόπου λειτουργίας του Συµβουλίου ορισθήσονται δια του περί ου η παρ. 7 του παρόντος
άρθρου Β. ∆/τος.
Εκ των λοιπών δύο µελών, το εν δέον να είναι ησφαλισµένος υποδεικνυόµενος µετά του
αναπληρωτού υπό της Γ.Σ.Ε.Ε. και το έτερον εργοδότης, υποδεικνυόµενος µετά του
αναπληρωτού του υπό των οικείων επαγγελµατικών Οργανώσεων, καθ’ ά θέλει ορίσει το κατά
την παράγραφον 7 του παρόντος άρθρου προβλεπόµενον ∆ιάταγµα.
Των µελών διορίζονται δια την περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατος ανά τέσσαρα
αναπληρωµατικά µέλη εκ των πληρούντων τας αυτάς προϋποθέσεις.
5. ∆ια ∆ιατάγµατος προκαλουµένου παρά των Υπουργών Εργασίας και ∆ικαιοσύνης
θέλουσι διορισθή, κατά τα ανωτέρω, οι Πρόεδροι και τα µέλη των ∆ευτεροβαθµίων
ικαστηρίων.
6. Προς ταχυτέραν εκδίκασιν των υποθέσεων δύνανται να χωρισθούν τα ∆ευτεροβάθµια
ιοικητικά Ασφαλιστικά ∆ικαστήρια εις δύο τµήµατα, έκαστον των οποίων συντίθεται κατά τα
ανωτέρω ορισθέντα.
7. ∆ια Β. ∆ιατάγµατος προκαλουµένου παρά των Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Εργασίας
θέλουσιν ορισθή ο τρόπος υποδείξεως οι λόγοι και ο τρόπος αντικαταστάσεως, µεταθέσεως ή
παύσεως των µελών των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων.
8. Ο αριθµός των οργανικών θέσεων των δικαστών αυξάνεται κατά δύο (2) Προέδρους
Εφετών, πέντε (5) Εφέτας, επτά (7) Προέδρους Πρωτοδικών και δεκαπέντε (15) Πρωτοδίκας.
Κοιναί διατάξεις
Άρθρον 48.
1. Τα ∆ιοικητικά Ασφαλιστικά ∆ικαστήρια ή έκαστον των Τµηµάτων τούτων
αποτελούσιν ιδίας ανεξαρτήτους αρχάς.
2. Οι Πρόεδροι, τα µέλη και οι αναπληρωταί των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών
ικαστηρίων διορίζονται επί πενταετεί θητεία.
3. Ουδείς διορίζεται ουδέ δύναται να είναι µέλος του ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού
ικαστηρίου:
α) Εάν υπάρχη τις εκ των εν άρθρω 12 παρ. 4 αναφεροµένων λόγων.
β) Εάν δεν καταστή εν τη έδρα του ου µετέχει Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου.
4. Η ιδιότης του Προέδρου ή του µέλους ή του αναπληρωτού ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού
ικαστηρίου είναι ασυµβίβαστος προς την ιδιότητα του µέλους του ∆ικοικητικού Συµβουλίου
του Ι.Κ.Α. ή άλλων µονίµων επιτροπών ή συµβουλίων του Ι.Κ.Α. ή άλλων Ασφαλιστικών
Οργανισµών.
5. Παρ’ εκάστω Ασφαλιστικώ ∆ικαστηρίω λειτουργεί γραµµατεία αποτελούµενη εξ
υπαλλήλων του Ι.Κ.Α. κατά τα δια κανονισµού ορισθησόµενα.
6. ∆ια την εξαίρεσιν του Προέδρου ή των µελών Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου
εφαρµόζονται αναλόγως αι σχετικαί διατάξεις της Ποινικής ∆ικονοµίας.
Εναντίον αποφάσεως απορριπτούσης την αίτησιν εξαιρέσεως ουδέν ένδικον µέσον
επιτρέπεται.
εν συγχωρείται υποβολή αιτήσεως περί εξαιρέσεως του αναπληρωτού του εξαιρεθέντος.
7. Τα ∆ιατάγµατα περί της συστάσεως των εν άρθροις 46, 47 ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών
ικαστηρίων, δέον να εκδοθούν εντός 80 ηµερών από της ισχύος του παρόντος.
8. Αι δαπάναι της εν γένει λειτουργίας των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων, της
κατά το Άρθρον 5 του παρόντος Νόµου Επιτροπής, του κατά το Άρθρον 47 παρ. 4 του παρόντος
Συµβουλίου και του παρά τω Υπουργείω Εργασίας Συµβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως,
βαρύνουσι το ΙΚΑ και καταβάλλονται υπό τούτο, δυναµένου αντιστοίχως να απαλάσσηται εν
όλω ή εν µέρει εκ της προς τον Λογαριασµόν Βελτιώσεως Κοινωνικής Ασφαλίσεως, τον
συσταθέντα δια του Ν. 591/37 και συγχωνευθέντα εις τον Κρατικόν Πρ/σµόν του Νόµου
1646/51, του κυρώσαντος τον Α.Ν. 1500/50, καταβαλλοµένης υπό τούτου εισφοράς. Τα ποσά
των ως άνω πάσης φύσεως δαπανών, συµπεριλαµβανοµένων και των µεχρι τούδε καταβλητέων
τοιούτων, ως και πάν έτερον θέµα σχετιζόµενον µε την εφαρµογήν της παρούσης, θέλει
ρυθµίζεται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας.
Άρθρον 49.
1. Οι διάδικοι δύνανται να εµφανίζωνται ενώπιον των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών
ικαστηρίων και δια πληρεξουσίου Κανονισµός θέλει ορίσει τα ανώτατα όρια των αµοιβών
των δικηγόρων και δικολάβων πληρεξουσίων.
2. Η εκδίκασις των υποθέσεων διεξάγεται και απόντος του προσηκόντως κληθέντος
διαδίκου.
3. Αι κλήσεις των διαδίκων και των µαρτύρων ενεργούνται παρά του Προέδρου του
Πρωτοβαθµίου ή του Γραµµατέως του ∆ευτεροβαθµίου ∆ιοικητικού Ασφαλιστικού
ικαστηρίου ή των Τµηµάτων τούτου, κατά τα λοιπά εφαρµοζοµένων αναλόγος των ορισµών
της ποινικής δικονοµίας.
4. Η διαδικασία ενώπιον των Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων είναι προφορική και δηµοσία.
ι’ αποφάσεως όµως του ∆ικαστηρίου δύναται ν’ αποκλείηται η δηµοσιότης της συζητήσεως
οσάκις κρίνεται αύτη επιβλαβής εις τα χρηστά ήθη ή την δηµοσίαν τάξιν ή προσβάλλει το
ιατρικόν απόρρητον.
5. Τα ασφαλιστικά ∆ικαστήρια, εν τη εκδικάσει των υποθέσεων, αναζητούσιν εξ
επαγγέλµατος την ουσιαστικήν αλήθειαν, χρησιµοποιούνται και ελευθέρως εκτιµώνται πάντα
τα εν ταις ποινικαίς δίκαις επιτρεπόµενα αποδεικτικά µέσα.
Κατά των ψευδορκούντων εφαρµόζονται αι διατάξεις του Ποινικού Κώδικος.
Εάν παρίσταται ανάγκη διεξαγωγής αποδείξεων εκτός της έδρας των, τα ασφαλιστικά
δικαστήρια δύνανται ν’ αναθέτωσι την διεξαγωγήν εις έτερον δικαστήριον ή άλλην δηµοσίαν
αρχήν του τόπου διεξαγωγής.
6. Αι αποφάσεις των Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων εκδίδονται ειδικώς ητιολογηµένοι και
απαγγέλλονται εν δηµοσίω αυτών συνεδριάσει.
7. ∆ια διατάγµατος, προκαλουµένου προτάσει του Υπουργού ∆ικαιοσύνης και Εργασίας,
θέλουσιν ορισθή τα καθήκοντα και δικαιώµατα των Προέδρων Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων, ο
χρόνος και ο τόπος των συνεδριάσεων αυτών. Ο τρόπος και η σειρά εισαγωγής των υποθέσεων
προς εκδίκασιν, ως και ο τρόπος λήψεως, κοινοποιήσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων
τούτων.
ιαφοραί εκ συµβάσεων µετά του Ι.Κ.Α.
Άρθρον 50.
1. ∆ια των συµβάσεων των συναπτόµενων µεταξύ του Ι.Κ.Α. και των µετ’ αυτού
οπωσδήποτε συναλλασσοµένων δια παροχήν εις αυτό υπηρεσιών, ή πραγµάτων, δύναται να
ορίζηται, ότι αι µεταξύ αυτών εκ των συµβάσεων αναφερόµεναι διαφοραί, λύονται παρά
πρωτοβαθµίων ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων ή του δευτεροβαθµίου τοιούτου, κατά
την δια του παρόντος νόµου προβλεποµένην διαδικασίαν, αποκλειοµένης της τακτικής
τοιαύτης.
2. Αι αποφάσεις των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων επί των περί ων η
προηγουµένη παράγραφος διαφορών, ίνα καταστώσιν εκτελεσταί δέον να περιληφθώσι τον
τύπον της εκτελέσεως υπό του Προέδρου των Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου, εις την
περιφέρειαν του οποίου υπάγεται η έδρα του οικείου Ασφαλιστικού ∆ικαστηρίου.
Κατά της υπό του Προέδρου ενεργουµένης περιγραφής του τύπου της εκτελέσεως ουδέν
ένδικον µέσον επιτρέπεται.
Εις την αρµοδιότητα των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων, υπάγεται και η
εκδίκασις προσφυγών κατ’ αποφάσεων οργάνων των εις την αρµοδιότητα του Υπουργείου
Εργασίας υπαγοµένων πάσης φύσεως Ασφαλιστικών Ταµείων, εχουσών ως αντικείµενον τα
περί ων τα εδάφια α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 43 του παρόντος οριζόµενα θέµατα,
εφαρµοζοµένων αναλόγως των περί ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών ∆ικαστηρίων διατάξεων του
παρόντος νόµου.
Μεταβολή ασφαλιστικού φορέως.
Άρθρον 51.
1. Προκειµένου περί ησφαλισµένων, οίτινες διετέλεσαν διαδοχικώς ησφαλισµένοι εις
πλείονας του ενός Ασφαλιστικούς Οργανισµούς κυρίας ασφαλίσεως, ούτοι δικαιούνται
συντάξεως ή βοηθήµατος τύπου συντάξεως, παρά του τελευταίου Ασφαλιστικού Οργανισµού,
παρ’ ων ετύγχανον ησφαλισµένοι κατά τον χρόνον της επαληθεύσεως του κινδύνου, συµφώνως
προς τας διατάξεις της διεπούσης αυτόν νοµοθεσίας, εφ’ όσον όµως επραγµατοποίησαν 300
τουλάχιστον ηµέρας εργασίας εν τη ασφαλίσει του Οργανισµού τούτου και παρήλθε διετία
τουλάχιστον από της υπαγωγής των εις αυτήν.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο τελευταίος Οργανισµός υποχρεούται όπως συνυπολογίση απάσας
τας ηµέρας εργασίας, τας πράγµατι πραγµατοποιηθείσας εν τη ασφαλίσει ετέρων Αφαλιστικών
Οργανισµών κυρίας ασφαλίσεως προ της υπαγωγής του ησφαλισµένου εις την ασφάλισιν
αυτού, τόσον δια τον καθορισµόν του ποσού της συντάξεως εάν τούτο ποικίλλη αναλόγως του
χρόνου υπαγωγής εις την ασφάλισιν, όσον και δια τον υπολογισµόν των απαιτουµένων δια την
απονοµήν της συντάξεως χρονικών πρϋποθέσεως, βάσει της διεπούσης αυτόν νοµοθεσίας.
Εάν κατά την επαλήθευσιν του κινδύνου, ο ησφαλισµένος δεν συνεπλήρωσε διετή
υπαγωγήν ου εις την ασφάλισιν του τελευταίου Οργανισµού και 300 τουλάχιστον ηµέρας
εργασίας εν τη ασφαλίσει τούτου, δικαιούται συντάξεως κατά τας υπό της νοµοθεσίας του
τελευταίου Οργανισµού, προβλεποµένας προϋποθέσεις και όρους, τηρουµένης και της
διατάξεως του προηγουµένου εδαφίου, αύτη όµως καταβάλλεται υπό του Ασφαλιστικού
Οργανισµού, εις ον ο ησφαλισµένος υπήχθη τον µεγαλύτερον αριθµόν ηµερών εργασίας εν
ασφαλίσει.
Ο συνυπολογισµός της παρ’ ετέροις Οργανισµοίς κυρίας ασφαλίσεως
παραγµατοποιηθεισών ηµερών εργασίας, κατά τα εν τω δευτέρω εδαφίω του παρόντος άρθρου
οριζόµενα τόσον δια την εξεύρεσιν του ποσού της συντάξεως, όσον και δια τον υπολογισµόν
των απαιτουµένων χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως, πραγµατοποιείται άνευ
µεταφοράς ατοµικού λογαριασµού, επερχοµένων αυτοµάτων συµψηφισµών.
2. Αι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρµόζονται οσάκις κατά την διακοπήν της ασφαλίσεως
παρά τινι Οργανισµώ, εις ον υπήχθη ο ησφαλισµένος προ της υπαγωγής του εις την ασφάλισιν
του τελευταίου Οργανισµού του αποµένοντος την σύνταξιν, έτυχε εφ’ άπαξ παροχής, ή
επιστροφής εισφορών ή συντάξεως παρά τούτου και εφ’ όσον εξακολουθεί λαµβάνων ταύτην.
3. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρµόζονται αναλόγως και εις τας περιπτώσεις διαδοχικής
υπαγωγής εις πλείονας του ενός φορείς επικουρικής ασφαλίσεως, ως και εις τας περιπτώσεις
µεταβολής φορέως ασκούντος ασφάλισιν κατά της ασθενείας.
4. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και επί των µέχρι της ισχύος του
παρόντος νόµου εκκρεµουσών υποθέσεων µεταφοράς ατοµικών λογαριασµών από ενός
Οργανισµού εις έτερον κατά τας διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του Ν. 694/1937
αίτινες καταργούνται από της ισχύος του παρόντος, των εκκρεµουσών ως άνω υποθέσεων ως
και πάσης οιασδήποτε συναφούς τοιαύτης, ήτις ήθελε προκύψει εις το µέλλον, ρυθµιζοµένων
κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.
5. Τυχόν αµφισβητήσεις κατά την εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου
επιλύονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας µετά γνώµην του παρά τω Υπουργείω
Εργασίας Συµβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως.
6. Κατ’ εξαίρεσιν, εν περιπτώσει καθ’ ην έκτακτοι, ηµεροµίσθιοι και επί συµβάσει
υπάλληλοι του ∆ηµοσίου, υπαχθέντες επί ωρισµένω χρόνω εις την ασφάλισιν του Κλάδου
αναπηρίας, γήρατος και θανάτου του Ι.Κ.Α., ήθελον δικαιωθή συντάξεως παρά του ∆ηµοσίου,
εάν δια την απονοµήν και τον υπολογισµόν ταύτης λαµβάνεται υπ’ όψιν και ο χρόνος της κατά
τ’ ανωτέρω ασφαλίσεως αυτών παρά τω Ι.Κ.Α., το τελευταίο τούτο υποχρεούται όπως
καταβάλη εις ∆ηµόσιον τας δια λογαριασµόν των ούτω συνταξιοδοτουµένων καταβληθείσας
εις το Ι.Κ.Α.εισφοράς αυτών και του ∆ηµοσίου δια τον κλάδον αναπηρίας, γήρατος, θανάτου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
Κυρώσεως και τελικαί και µεταβατικαί διατάξεις.
Άρθρον 52ον
Ειδική Προστασία Προσωπικού Ι.Κ.Α.
1. Τα µέλη του ∆.Σ. του ΙΚΑ, των τακτικών και ειδικών Επιτροπών αυτού και πάσης
φύσεως λοιπών συλλογικών οργάνων του Ιδρύµατος τα µέλη των ∆ιοικητικών Ασφαλιστικών
ικαστηρίων, το υπαλληλικόν και υπηρετικόν προσωπικόν αυτού και παν πρόσωπον παρέχον
οιασδήποτε υπηρεσίας προς αυτό ή τους παρ’ αυτώ ησφαλισµένους, εις οιανδήποτε νοµικήν
σχέσιν και αν τελή προς αυτό, υπέχουσιν εν τη εκτελέσει των καθηκόντων των τας ποινικάς
ευθύνας των δηµοσίων υπαλλήλων.
2. Ως προς την κατάσχεσιν και εκχώρησιν του µισθού και αποζηµιώσεων εν γένει του
πάσης φύσεως προσωπικού του Ι.Κ.Α. εφαρµόζονται αι εκάστοτε ισχύουσαι, περί κατασχέσεως
και εκχωρήσεως των µισθών των δηµοσίων υπαλλήλων διατάξεις.
Στερήσεις και εκπτώσεις εκ των παροχών.
Άρθρον 53ον
1. Ο ησφαλισµένος ή ο συνταξιούχος, εάν δια δικαστικής αποφάσεως τιµωρηθή δι’
αδίκηµα σχέσιν έχον προς την ασφάλισιν, διαπραχθέν εις βάρος του ΙΚΑ ή του πάσης φύσεως
προσωπικού αυτού, δύναται να στερήται δι’ αποφάσεων των δια Κανονισµού ορισθησοµένων
οργάνων, των εις χρήµα παροχών της ασφαλίσεως εν όλω ή εν µέρει, επί χρόνον ουχί
µακρότερον των τριών µηνών. Ο ούτω στερούµενος των παροχών ησφαλισµένος δεν
απαλλάσσεται κατά τον χρόνον της στερήσεως, του βαρύνοντος αυτόν, συµφώνως τω άρθρω 25
τµήµατος των εισφορών.
2. Ο ησφαλισµένος ή ο συνταξιούχος, εάν ποιήται, αυτός ή µέλος της οικογενείας του,
κατάχρησιν των παροχών των κλάδων ανεργίας και ασθενείς εις χρήµα και εις είδος, δύναται να
στερηθή των επ’ αυτών δικαιωµάτων του επί χρόνον ουχί µακρότερον τω 3 µηνών, κατά τας
διατάξεις κανονισµούς. ∆ια τον εκ της αιτίας ταύτης στερούµενον των παροχών της
ασφαλίσεως ησφαλισµένου, ισχύουσιν αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της προηγουµένης
παραγράφου.
Ποινικαί κυρώσεις
Άρθρον 54ον
Εάν συντρέχη περίπτωσις εφαρµογής αυστηροτέρων ποινικών διατάξεων, τιµωρείται:
1. ∆ια κρατήσεως ή δια προστίµου ή δι’ αµφοτέρων των ποινών τούτων, πας όστις δι’
απρεπούς συµπεριφοράς εις τα γραφεία και ιατρεία του Ι.Κ.Α. δυσχεραίνει το εν αυτοίς
επιτελούµενον έργον.
2. ∆ια των ποινών του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος α) πας όστις παραβαίνει τους
ορισµούς των άρθρων 25 και 26 του παρόντος και των βάσει τούτων εκδιδοµένων Κανονισµών.
β) τα περί ων η § 10 του άρθρου 26 όργανα εν περιπτώσει παραβάσεως των ορισµών
αυτής.
3. Εις εργοδότας µη συµµορφουµένους προς τας εκ της κειµένης νοµοθεσίας
επιβαλλοµένας αυτοίς υποχρεώσεις περί µέτρων υγιεινής και ασφαλείας των ησφαλισµένων εις
τους τόπους εργασίας, δύνανται κατά τα δια του κανονισµού ορισθησόµενα αι Τ.∆.Ε. των
οικείων Υπ/των να επαυξάνωσι το πολύ µέχρι 50% τα βαρύνοντα τους εν λόγω εργοδότας
τµήµατα των εισφορών.
Προσωπικόν συγχωνευοµένων Ταµείων εις το Ι.ΚΑ.
Άρθρον 55ον
1. Το πάσης φύσεως διοικητικόν προσωπικόν του συγχωνοµένου Ταµείου µετατάσσεται
από της συγχωνεύσεως τούτου εις το ΙΚΑ διατηρούµενον ως υπεράριθµον προσωπικόν αυτού
µέχρι της κατά τας εποµένας παραγράφους εντάξεως αυτού.
2. Το ούτω διατηρούµενον διοικητικόν προσωπικόν εντάσσεται βάσει των τυπικών και
ουσιαστικών αυτού προσόντων, δι’ αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συµβουλίου του Ι.Κ.Α.,
λαµβανοµένης εντός 6µήνου το πολύ από της συγχωνεύσεως εις θέσεις και βαθµούς του Ι.Κ.Α.
αναλόγου προς τα τυπικά και ουσιαστικά αυτού προσόντα και τα προβλεπόµενα τοιαύτα δια
την κατάληψιν των εις ας κατατάσσεται θέσεων του Ι.Κ.Α. Από της πρώτης του µηνός του
µεθεποµένου της τοιαύτης κατατάξεως οι ανωτέρω δικαιούνται των αποδοχών της θέσεως εις
ην κατετάγησαν.
Οι εκ του ανωτέρου προσωπικού µη δυνάµενοι ελλείψει τυπικών και ουσιαστικών
προσόντων να ενταχθώιν εις θέσιν τινά του Ι.ΚΑ. διατηρούνται παρ’ αυτώ ως υπεράριθµου.
Οι εκ τούτων παραιτούµενοι εντός τριµήνου από της συγχωνεύσεως ως και οι µη
αποδεχόµενοι την µετάταξιν ή την ένταξιν δικαιούνται εκ του ΙΚΑ αποζηµιώσεως ίσης προς το
διπλάσιον της υπό του νόµου 2112 προβλεποµένης, µη δυναµένης όµως να υπερβή τους 30
µισθούς.
Οι κατά τα ανωτέρω αποχωρούντες δια την τυχόν συνταξιοδότησίν των παρά του Ταµείου
Επικουρικής Ασφαλίσεως, θεωρούνται ως απολυόµενοι λόγω καταργήσεως θέσεως.
Κατά των ανωτέρω αποφάσεων περί εντάξεως επιτρέπεται η υποβολή αιτήσεως
αναθεωρήσεως ενώπιον του κατά το τελευταίον εδάφιον της παρ. 1 του άρθρου 23
Υπηρεσιακού Συµβουλίου, της σχετικής αιτήσεως υποβαλλοµένης εντός δέκα ηµερών από της
κοινοποιήσεως της περί κατατάξεως ή µη αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συµβουλίου.
Αι αποφάσεις επί αιτήσεων αναθεωρήσεως δέον όπως εκδίδωνται εντός µηνός το
βραδύτερον από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως αναθεωρήσεως.
3. Οι εκ του τακτικού κυρίου υγειονοµικού προσωπικού (ιατροί γενικής ιατρικής και
ειδικοτήτων και οδοντίατροι) κατέχοντες οργανικάς θέσεις παρά τω συγχωνευοµένω Ταµείω
και αµειβόµενοι δια µισθού ή παγίας αποζηµιώσεως,, µετατάσσονται εις θέσεις ιατρών
θεραπευτών του ΙΚΑ επί παγία αποζηµιώσει, προσλαµβάνοντες άµα την νοµικήν θέσιν των
ιατρών του ΙΚΑ της κατηγορίας ταύτης, εφ’ όσον συνεπλήρωσαν κατά τον χρόνον της
συγχωνεύσεως διετή τουλάχιστον υπηρεσίαν, παρά τω συγχωνευµένω Ταµείω και έχουν τα δια
τας ανωτέρω θέσεις του ΙΚΑ προβλεπόµενα προσόντα. Εν εναντία περιπτώσει απολύονται
λαµβάνοντες παρά του ΙΚΑ αποζηµίωσιν ίσην προς το διπλάσιον των µηνιαίων αποδοχών του.
Οι εκ τούτων έχοντες τα προσόντα δια την κατάληψιν θέσεων ιατρών ελεγκτών του ΙΚΑ
όντες δε µόνιµοι υπάλληλοι του συγχωνευοµένου Ταµείου, κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως
δύνανται µετ’ απόφασιν του κατά την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου Συµβουλίου να
καταταγούν και εις θέσεις Ιατρών Ελεγκτών του ΙΚΑ.
Ο µισθός ή η παγία αποζηµίωσις των κατά την παρούσαν παράγραφον µετατασσοµένων
εις το ΙΚΑ και εχόντων δεκαετή παρά τω συγχωνευοµένω Ταµείω υπηρεσίαν δεν δύναται εν
πάση περιπτώσει να είναι κατωτέρα του µισθού ή της παργίας αποζηµιώσεως, ή ελάµβανον
παρά του συγχωνευοµένου Ταµείου κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως.
5. Το πάσης φύσεως δευτερεύον υγειονοµικόν προσωπικόν (µαίαι, νοσοκόµοι κλπ.) του
συγχωνευοµένου εις το ΙΚΑ Ταµείου, µετατάσσεται εις το ΙΚΑ, εφ’ όσον έχει συµπληρώσει
κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως διετή τουλάχιστον υπηρεσίαν παρά τω συγχωνευοµένω
Ταµείων, άλλως απολύεται δικαιούµενον ως αποζηµιώσεως παρά του ΙΚΑ ποσού ίσου προς τας
κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως αποδοχάς του δύο µηνών.
Οι κατά τ’ ανωτέρω µετατασσόµενοι εις το ΙΚΑ κατατάσσονται εις θέσεις και βαθµούς
κατά την διαδικασίαν της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εφαρµοζοµένων κατ’ αναλογίαν και των
διατάξεων της παραγράφου ταύτης και της παραγράφου 3.
6. Από της πραγµατοποιήσεως της οριστικής κατά τα ανωτέρω µετατάξεως ο αριθµός των
οργανικών θέσεων του Ιδρύµατος αυξάνεται αναλόγως του αριθµού του κατά τας
προηγουµένας παραγράφους εκάστοτε κατατασσοµένου εις το ΙΚΑ διοικητού και κυρίου και
δευτερεύοντος υγειονοµικού προσωπικού, εις ας εντάσσεται τούτο άνευ ετέρας διατυπώσεως
της σχετικής περί εντάξεως αποφάσεως δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως.
Αι δυνάµει της ανωτέρω διατάξεως δηµιουργούµεναι οργανικαί θέσεις εις το ΙΚΑ,
δύνανται να καταργώνται δι’ αποφάσεων του ∆.Σ. δηµοσιευοµένων εντολών του Προέδρου του
.Σ. εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, άµα τη καθ’ οιονδήποτε τρόπον αποχωρήσει εκ της
υπηρεσίας του ΙΚΑ των ενταχθέντων εις ταύτας.
7. Το οπωσδήποτε υπηρετούν έκτακτον και επί συµβάσει ή ηµεροµισθίω προσωπικόν εις
συγχωνευόµενον Ταµείον, µετατάσσεται εις το ΙΚΑ ως υπεράριθµον αυτού προσωπικόν µε τας
ας ελάµβανε αποδοχάς κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως, διατηρούµενον εν τη υπηρεσία, εφ’
όσον χρόνον καθορίζει η περί προσλήψεώς του απόφασις του συγχνωνευοµένου Ταµείου,
απολυόµενον µετά την πάροδον αυτού επί τη καταβολή αυτώ αποζηµιώσεως ίσης προς το
διπλάσιον της υπό του Ν. 2112 προβλεποµένης δια τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, Εάν η
πρόσληψις του ως άνω προσωπικού παρά τω συγχωνευοµένω Ταµείω εγένετο δια χρόνον
αόριστον, τούτο δύναται ν’ απολύεται δι’ αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συµβουλίου,
παραφυλασσοµένης της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 7 οποτεδήποτε µετά την
πραγµατοποίησιν της συγχωνεύσεως επί τη καταβολή αυτώ της ως άνω αποζηµιώσεως.
8. ∆ια Κανονισµού θέλουν ορισθή τα της αναγνωρίσεως προϋπηρεσίας ως τοιαύτης παρά
τω ΙΚΑ εις το εντασσόµενον κατά τας διατάξεις των προηγουµένων παραγράφων του παρόντος
προσωπικόν των συγχωνευοµένων Ταµείων ως και τα της αρχαιότητος αυτού.
ια του αυτού Κανονισµού θέλει ρυθµισθή και παν ζήτηµα γεννώµενον εκ της τυχόν
λειτουργίας παρά τοις συγχωνευοµένοις Ταµείοις Ειδικών λογαριασµών Προνοίας υπέρ του
Προσωπικού αυτών.
Υπολογισµός επιδοµάτων και συντάξεων συγχωνευοµένων Ταµείων
Άρθρον 56
1. Πρόσωπα λαµβάνοντα επίδοµα ανεργίας παρά του Ταµείου Ανεργίας κατά την έναρξιν
της ισχύος του παρόντος νόµου, εξακολουθούν λαµβάνοντα τούτο παρά του ΙΚΑ υπό τους
όρους τους προβλεποµένους παρά των εν ισχύϊ κατά την έναρξιν της χορηγήσεως του
επιδόµατος διατάξεων και δια την υπό τούτων, προβλεποµένην διάρκειαν και ποσόν.
2. Πρόσωπα λαµβάνοντα επιδόµατα ασθενείας και µητρότητος παρά του ΙΚΑ κατά την
έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόµου, εξακολουθούν δικαιούµενα τούτων υπό τους όρους
τους προβλεποµένους παρά των εν ισχύϊ κατά την έναρξιν της χορηγήσεως του επιδόµατος
διατάξεων και δια την υπό τούτων προβλεποµένην διάρκειαν, έστω και αν δεν πληρούν τας
προϋποθέσεις του παρόντος Νόµου. Εάν όµως ταύτα είναι κατώτερα κατά ποσόν των υπό του
παρόντος νόµου προβλεποµένων, καταβάλλονται αυτοίς τα υπό του παρόντος οριζόµενα.
Ειδικώς, οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος τυγχάνοντες από διετίας
τουλάχιστον επιδόµατος ασθενείας λόγω φυµατιώσεως παρά του ΙΚΑ, συνεχίζουσι την
επιδότησίν των βάσει της ανωτέρω διατάξεως επί 360 ηµέρας από ταύτης, δικαιούµενοι µετά
την συµπλήρωσιν των ως άνω 360 ηµερών ειδικού επιδόµατος ίσου προς το υπό του παρόντος
προβλεπόµενον ειδικόν επίδοµα αναπροσαρµογής έστω και αν δεν πληρούν τας δια την
χορήγησιν αυτού προβλεποµένας χρονικάς προϋποθέσεις, εφ’ όσον δε πάντως πληρούν τους
όρους της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του παρόντος και δι’ όσον χρόνον προβλέπεται η
καταβολή τούτου.
3. Αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγουµένης παραγράφου εφαρµόζονται κατ’
αναλογία και δια τους επιδοτουµένους λόγω ασθενείας ή µηρότητος των συγχωνευοµένων εις
το ΙΚΑ Ταµείων, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως ελάµβανον επίδοµα ασθενείας ή
µητρότητος.
4. Οι συνταξιούχοι Ειδικών Ταµείων συγχωνευοµένων κατά τας διατάξεις του άρθρου 5
του παρόντος εις το ΙΚΑ, εξακολουθούν συνταξιοδοτούµενοι παρά του ΙΚΑ.
Από της πρώτης του εποµένου της συγχωνεύσεως µηνός οι ανωτέρω δικαιούνται των υπό
του παρόντος προβλεποµένων συντάξεων, υπολογιζοµένων, βάσει των οικείων διατάξεων
τούτου, εφαρµοζοµένης και της διατάξεως της παραγράφου 6 του άρθρου 26, εφ’ όσον πληρούν
τας κάτωθι προϋποθέσεις:
α) Υπερέβησαν προκειµένου περί αρρένων το 60ον και προκειµένου περί θηλέων το 55ον
έτος της ηλικίας ή
β) πληρούν τας προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω ανικανότητος του άρθρου 28 παρ.
2 ή
γ) συνταξιοδοτούνται ως µέλη οικογενείας θανόντος ησφαλισµένου ή συνταξιούχου και
πληρούν τας υπό του άρθρου 28 παρ. 6 οριζοµένας προϋποθέσεις, χαρακτηρισµού των ως
µελών οικογενείας δικαιουµένων συντάξεως.
Εάν όµως οι ανωτέρω ελάµβανον κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως µεγαλύτερον ποσόν
της κατά τας διατάξεις του παρόντος απονεµητέας αυτοίς συντάξεως, συνεχίζουν λαµβάνοντες
την ανωτέραν τοιαύτην.
Μη συντρεχουσών των κατά τω ανωτέρω προϋποθέσεων οι συνταξιούχοι του
συγχωνευοµένου Ταµείου εξακολουθούν λαµβάνοντες παρά του ΙΚΑ την ήν ελάµβανον κατά
τον χρόνον της συγχωνεύσεως σύνταξιν παρά του συγχωνευοµένου Ταµείου.
Καθυστερούµεναι εισφοραί
Άρθρον 57
1. Εργοδόται οφείλοντες καθυστερουµένας εισφοράς εις το ΙΚΑ και το Ταµείον Ανεργίας,
κατά την δηµοσίευσιν του παρόντος νόµου, απαλλάσσονται παντός προσθέτου τέλους και
τόκου εφ’ όσον εντός τριών µηνών από της δηµοσιεύσεως του παρόντος ήθελον τακτοποιήσει
ταύτας. Μετά την παρέλευσιν της άνω προθεσµίας αι ως άνω καθυστερούµεναι εισφοραί
επιβαρύνονται δι’ εφ’ άπαξ τέλους 50%. Οφειλέται εκ προσθέτων τελών απαλλάσσονται της
υποχρεώσεως προς πληρωµήν αυτών, εφ’ όσον ήδη κατέβαλον τας εισφοράς εις ας αφορούν
ταύτα. Η υποχρέωσις προς καταβολήν τόκων επί των καθυστερούµενων εισφορών καταργείται,
αφ’ ης ίσχυσεν. Τυχόν όµως καταβληθέντες τοιούτοι δεν επιστρέφονται.
ι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α. δηµοσιευθησοµένης επιµελεία του Προέδρου τούτου
εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και ληφθησοµένης εντός µηνός από της δηµοσιεύσεως της
περί κατατάξεως των ησφαλισµένων εις ασφαλιστικάς κλάσεις αποφάσεώς του, συµφώνως τω
άρθρω 24, παρ. 4 του παρόντος, δύναται να ορισθή ότι αι µήπω βεβαιωθείσαι παρά του ΙΚΑ
καθυστερούµεναι εισφοραί µέχρι της ηµεροµηνίας ταύτης, εν όλω ή έν µέρει θα υπολογίζωνται
βάσει των τεκµαρτών ηµεροµισθίων της κλάσεως εις ην θα καταταχθώσιν οι ησφαλισµένοι, δι’
ους οφείλονται αι εισφοραί.
2. Καθυστερούµεναι ασφαλιστικαί εισφοραί παρ’ ησφαλισµένων προαιρετικώς
συνεχιζόντων την ασφάλισίν των παρά τω ΙΚΑ κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος, δια
χρόνον µεταγενέστερον της 1ης Μαϊου 1949 υπολογίζονται βάσει της κατά το Άρθρον 41 παρ. 4
του παρόντος γενησοµένην κατάταξίν των εις ασφαλιστικάς κλάσεις, εξοφλούνται δε
υποχρεωτικώς εντός τριµήνου το πολύ προθεσµίας από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος
επί ποινή εκπτώσεως εκ του δικαιώµατος προς περαιτέρω προαιρετικήν συνέχισιν της
ασφαλίσεως.
3. Αι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Α.Ν. 1022/46 «περί κανονισµού του
τρόπου διοικήσεως και λειτουργίας των οργανισµών κοινωνικής ασφαλίσεως κλπ. δεν
εφαρµόζεται δια το ΙΚΑ αφ’ ης ίσχυσεν».
4. Το ∆ηµόσιον απαλλάσσεται εκ των µέχρι της ισχύος του παρόντος οφειλοµένων υπό
τούτου προς το Ταµείον Ανεργίας εισφορών, τυχόν όµως καταβληθείσαι τοιαύται δεν
αναζητούνται.
Ανασυγκρότησις Συλλογικών οργάνων του ΙΚΑ
Άρθρον 58
Τα υφιστάµενα κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόµου συλλογικά όργανα του
ΙΚΑ, δι’ α προβλέπεται διάφορος σύνθεσις υπό του παρόντος, θέλουσιν ανασυγκροτηθή εντός
διµήνου από ταύτης, κατά τας διατάξεις του παρόντος, της θητείας των υφισταµένων τοιούτων
θεωρουµένης, ως ληξάσης από του διορισµού των νέων µελών.
Προκειµένου περί Υπ/των εις α δεν ήθελε κριθή σκόπιµος η σύστασις ΤΕΕ και Τ∆Ε
συµφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 9 και 17 παρ. 9 του παρόντος, τα ήδη
λειτουργούντα τοιαύτα απαλλάσσονται των καθηκόντων των µετά πάροδον διµήνου από της
ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
Υποχρεωτική συνέχισις της ασφαλίσεως παρά του ΙΚΑ
Άρθρον 59.
Κατά πάσαν περίπτωσιν συγχωνεύσεως ειδικού Ταµείου εις το Ι.Κ.Α., το τελευταίον
τούτο υποχρεούται όπως συνεχίζη την ασφάλισιν των εις το συγχωνευόµενον Ταµείον
ασφαλιζοµένων προσώπων έστω και αν δεν έχη εισέτι επεκταθή εις την περιοχήν
απασχολήσεως τούτων, επεκτεινοµένης αυτοµάτως της ασφαλίσεώς του και εις την περιοχήν
ταύτην τουλάχιστον ως προς τα πρόσωπα ταύτα.
Καταργούµεναι διατάξεις – Ιδιωτικαί ασφάλειαι κλπ
Άρθρον 60
1. Από της ισχύος του παρόντος καταργείται ο Νόµος 6298/34 «περί Κοινωνικών
Ασφαλίσεων» πλην των άρθρων 19 παρ. 9α και 9β, 61, 62 και 63, ως ετροποποιήθησαν και
συνεπληρώθησαν µεταγενεστέρως και ο Α.Ν. 118/45 «περί ασφαλίσεως κατά της ανεργίας των
µισθωτών βιοµηχανικών επιχειρήσεων» ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη µεταγενεστέρως,
πλην του άρθρου 9, και των µη ασφαλιστικού περιεχοµένου διατάξεων τούτου καταργουµένης
συγχρόνως και πάσης διατάξεως της ισχυούσης νοµοθεσίας αντιτιθεµένης εις τον παρόντα
νόµον.
Μέχρις εκδόσεως των υπό του παρόοντος νόµου προβλεποµένων κανονισµών ισχύουσιν
ευθέως ή αναλογικώς αι διατάξεις των ήδη ισχυόντων κανονισµών του Ιδρύµατος Κοινωνικών
Ασφαλίσεως, εφ’ όσον δεν αντίκειται εις τον παρόντα νόµον.
Προκειµένου ειδικώς περί Κανονισµών ρυθµιζόντων τα της καταστάσεως εν γένει του
προσωπικού του Ιδρύµατος, αι τυχόν υπό τούτων ή παρ’ ετέρων διατάξεων προβλεπόµεναι
εγκρίσεις αποφάσεων οργάανων του ΙΚΑ παρά του εποπτεύοντος Υπουργείου δεν απαιτούνται
από της ισχύος του παρόντος, των σχετικών αποφάσεων παραγουσών πάντα τα έννοµα
αποτελέσµατα αυτών και άνευ της εγκρίσεως τούτων, δηµοσιευοµένων δε εις την Εφηµερίδα
της Κυβερνήσεως, εάν ∆.Σ του ΙΚΑ ή του υπό του ∆Σ εξουσιοδοτηθησοµένου προς τούτο
Γενικού ∆ιευθυντού.
Αι αρµοδιότητες των γραφείων ευρέσεως εργασίας περιέρχονται από της ισχύος του
παρόντος εις την αρµοδιότητα του ΙΚΑ καταργουµένης πάσης άλλης σχετικής διατάξεως και
απαγορευοµένης της συστάσεως ιδιωτικών ή άλλων τοιούτων. Τα της συστάσεως και τα του
τρόπου λειτουργίας αυτών θέλουσι ρυθµισθή δι’ ειδικών κανονισµών.
Μέχρις εκδόσεως των κανονισµών τούτων διέπονται υπό των ισχυουσών κατά την
δηµοσίευσιν του παρόντος διατάξεων.
2. Αι τυχόν εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί υποχρεωτικής προσλήψεως µισθωτών,
συνδεοµένων δια συµβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου µέσω της Γραφ. Ευρέσεως Εργασίας,
και αι τυχόν τοιαύται περί υποχρεωτικής αναγγελίας επί ποινή ακυρότητος της καταγγελίας των
ως άνω συµβάσεων δεν εφαρµόζονται δια το ∆ηµόσιον. Αι ενεργούσαι όµως τας προσλήψεις ή
καταγγελίας τοιούτων συµβάσεως διοικητικαί αρχαί ή άλλα δηµόσια όργανα υποχρεούνται
όπως αναγγέλουν εις τα οικεία Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας πάσαν τοιαύτην πρόσληψιν ή
καταγγελίαν, χωρίς όµως η παράλειψις της τοιαύτης αναγγελίας να συνεπάγεται οιανδήποτε
αστικήν ή ποινικήν κύρωσιν ή υποχρέωσιν αποζηµιώσεως έναντι του µισθωτού ή τρίτων έναντι
του ∆ηµοσίου.
3. Εις περίπτωσιν ανικανότητος προς εργασίαν ή θανάτου, οφειλοµένου εις ατύχηµα εκ
βιαίου συµβάντος επελθόντος εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, εάν ο παθών
περιλαµβάνεται µεταξύ των ασφαλιστέων κατά τον παρόντα νόµον προσώπων ή εν περιπτώσει
θανάτου του, τα εν άρθρω 28 παραγρ. 6 αναφερόµενα πρόσωπα, δικαιούνται των παροχών της
ασφαλίσεως του παρόντος νόµου, ο οικείος εργοδότης απαλλάσσεται της εκ των διατάξεων του
Β. ∆/τος της 24ης Ιουλίου «περί κωδικοποιήσεως των νόµων περί ευθύνης προς αποζηµίωσιν
των εξ ατυχήµατος εν τη εργασία παθόντος εργατών ή υπαλλήλων, ως αύται ετροποποιήθησαν
µεταγενεστέρως, υποχρεώσεως προς καταβολήν της παρά τούτων προβλεποµένης
αποζηµιώσεως εξόδων νοσηλείας και κηδείας.
4. Αι παρά των κατά το Β. ∆ιάταγµα, περί ου η προηγούµενη παράγραφος, υποχρέων εις
αποζηµίωσιν, εν περιπτώσει ατυχήµατος, συναφθείσαι προ της δηµοσιεύσεως του παρόντος
Νόµου συµβάσεις, περί µεταθέσεως των δια την περίπτωσιν ταύτην υποχρεώσεών των εις
ιδιωτικάς ασφαλιστικάς επιχειρήσεις, διατηρούνται εν ισχύϊ µέχρι της λήξεώς των, ουχί όµως
πέραν του έτους από της ισχύος του παρόντος. Αι µετά την δηµοσίευσιν του παρόντος
συναπτόµεναι ως άνω συµβάσεις παύουσιν ισχύουσιν άµα τη υπαγωγή εις την ασφάλισιν των
εις ους αναφέρονται µισθωτών.
5. Εάν τα πρόσωπα τα παρέχοντα εργασίαν έναντι αµοιβής εις εργοδότην
συµβεβληµένον κατά την προηγούµενην παράγραφον, υπαχθώσιν εις την ασφάλισιν του
παρόντος Νόµου εντός του έτους από της ισχύος του παρόντος Νόµου, το µεν τµήµα των
εισφορών των βαρυνουσών τον εν λόγω εργοδότην µειούται δια τον υπόλοιπον χρόνον της
ισχύος της συµβάσεως κατά 25% η δε εκ της συµβάσεως δεσεµευοµένη ιδιωτική ασφαλιστική
επιχείρισις, εάν εν τω µεταξύ επέλθη ατύχηµα εις τι των εν λόγω προσώπων, υποχρεούται να
καταβάλη εις το ΙΚΑ το ποσόν, όπερ εκ της συµβάσεως ώφειλε να καταβάλη, προς θεραπείαν
του παθόντος και αποζηµίωσιν αυτού ή των κληρονόµων του.
Εν τη περιπτώσει ταύτη, εάν αι παρά του ΙΚΑ χορηγηθείσαι ή χορηγητέαι κατά τον
παρόντα Νόµον εις τον παθόντα ή τα πρόσωπα του άρθρου 28 παράγραφος 6 παροχαί,
υστερούσι κατά το ποσόν του παρά της ιδιωτικής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, κατά τα
ανωτέρω, καταβληθέντος εις το ΙΚΑ, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλη την διαφοράν εις
τον παθόντα και τούτου θανόντος εκ του ατυχήµατος, εις τα πρόσωπα του άρθρου 28
παράγραφος 6.
6. Κατά την πρώτην εφαρµογήν του παρόντος, ο διορισµός του Αναπληρωτού Γεν.
/ντού θέλει ενεργηθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, ληφθησοµένης µετά γνώµην
του ∆.Σ. του ΙΚΑ και δηµοσιευθησοµένης εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, άνευ
τηρήσεως ετέρας τινος διατυπώσεως. Εάν το ∆.Σ δεν υποβάλη την επί του προκειµένου γνώµην
του εντός 10ηµέρου αφ’ ης ζητηθή αύτη παρά του Υπουργού Εργασίας, ούτος δύναται να
προβή εις τον διορισµόν του Αναπληρωτού Γεν. ∆/ντού και άνευ ταύτης.
7. Παρά τη ∆ιευθύνσει Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας συνιστάται
τµήµα Ασφαλιστικής νοµοθεσίας, αυξανοµένων των οργανικών θέσεων Τµηµαταρχών β΄ ή α΄
τάξεως της Κεντρικής αυτού Υπηρεσίας κατά µίαν. Εις την αρµοδιότητα του ως άνω τµήµατος
υπάγεται η µελέτη και εισήγησις επί των ληπτέων µέτρων δια την βελτίωσιν της διεπούσης τους
Ασφαλιστικούς Οργανισµούς, τους υπαγοµένους υπό την εποπτείαν τουΥπουργείου Εργασίας
νοµοθεσίας και γενικώς των υποβαλλοµένων υπό τούτων προτάσεων τροποποιήσεων ή
συµπληρώσεων της νοµοθεσίας των.
Κατά την πρώτην εφαρµογήν της παρούσης εις την ανωτέρω θέσιν µετατάσσεται επί τω
βαθµώ Τµηµατάρχου α΄ τάξεως, δι’ αποφάσεως τουΥπουργού Εργασίας, ληφθησοµένης µετά
γνώµην του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του ως άνω Υπουργείου, ο παρά τω Υπουργείω Εργασίας
πλέον της πενταετίας υπηρετήσας κατ’ απόσπασιν και κεκτηµένος κατά την δηµοσίευσιν του
παρόντος τον βαθµόν Τµηµατάρχου α΄ τάξεως υπάλληλος του ΙΚΑ του εις τον βαθµόν τούτον
χρόνου υπηρεσίας του λογιζοµένου δια την αρχαιότητα αυτού και την περαιτέρω προαγωγήν ως
χρόνου υπηρεσίας του παρά τω Υπουργείω Εργασίας.
Μείωσις Εισφορών
Άρθρον 61
ι’ αποφάσεων του Υπουργικού Συµβουλίου λαµβανοµένων προτάσει του Υπουργού
Εργασίας και δηµοσιευοµένων εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να µειούνται το
πολύ µέχρι 10% και δια χρονικήν περίοδον µιας πενταετίας κατ’ ανώτατον όριον,
υπολογιζοµένης από της ισχύος του παρόντος, αι υπό του παρόντος καθοριζόµεναι εισφοραί
υπέρ του ΙΚΑ δια τα πρόσωπα τα απασχολούµενα εις ετέρας πλην της περιοχής της τέως
ιοικήσεως Πρωτευούσης περιφερείας.
Επέκτασις του ΙΚΑ εις ∆ωδεκάνησον
Άρθρον 62ον
ι’ αποφάσεως του ∆Σ του ΙΚΑ εγκρινοµένης υπό του Υπουργού Εργασίας και
δηµοσιευοµένης δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να επεκτείνεται η ασφάλισις
του ΙΚΑ εις την ∆ωδεκάνησον, άνευ της τηρήσεως ετέρας τινος διατυπώσεως.
Η κατά τα ανωτέρω επέκτασις της ασφαλίσεως δέον όπως ως προς την Ρόδον
πραγµατοποιηθή το βραδύτερον µέχρι της 1ης Ιανουαρίου 1952.
Κατά την επέκτασιν της ασφαλίσεως εις την ∆ωδεκάνησον αι κατά το Άρθρον 25
εισφοραί, υπολογίζονται µειωµέναι κατά την πρώτην 2ετίαν κατά 50% κατά την δευτέραν
2ετίαν κατά 30% κατά την τρίτην 2ετίαν κατά 15% και από του εβδόµου έτους εις ολόκληρον.
Άρθρον 63
1. ∆ια του παρόντος κοιµούνται, αφ’ ης εξεδόθησαν και εξακολουθούν ισχύουσαι
άπασαι αι διοικητικαί πράξεις και αποφάσεις δι’ ων ιδρύθησαν Υποκαταστήµατα ή Τοπικά
Παραρτήµατα του ΙΚΑ ή επεξετάθη η ασφαλιστική περιοχή τοιούτων Υποκαταστηµάτων ή και
Παραρτηµάτων.
2. Τα κατά την δηµοσίευσιν του παρόντος υφισταµένου πάσης φύσεως συλλογικά
όργανα διοικήσεως και ελέγχου του ΙΚΑ ων η θητεία τυχόν έληξε, θεωρούνται ως νοµίµως
υφιστάµενα και λειτουργούντα µέχρι της συγκροτήσεως των υπό του παρόντος νόµου
προβλεποµένων συλλογικών οργάνων τηρουµένων πάντως των διατάξεων του άρθρου 58.
3. Κυρούται αφ’ ης ίσχυσεν η υπ’ αριθ. 32610/47 κοινή απόφασις των Υπουργών
Οικονοµικών και Εργασίας, η δηµοσιευθείσα εις το υπ’ αριθ. 150 Φ.Ε.Κ. της 10.10.47, τεύχος
δεύτερον.
Άρθρον 64
1. Τα έξοδα διοικήσεως του ΙΚΑ δεν δύνανται να υπερβαίνουν το ποσοστόν 10% επί
των ετήσιων εσόδων του. Κατά την πρώτην πενταετίαν από της εφαρµογής του παρόντος το
ανωτέρω ποσοστόν δύναται να αυξάνεται προτάσει του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α., δι’ αποφάσεως του
Υπουργικού Συµβουλίου λαµβανοµένης εισηγήσεις τουΥπουργού Εργασίας, µέχρι 15%.
Άρθρον 65
Η ισχύς του παρόντος Νόµου άρχεται από της δηµοσιεύσεώς του εξαιρέσει των περί
πόρων και παροχών διατάξεων αυτού ων η ισχύς άρχεται από της πρώτης του µηνός του
µεθεποµένου εκείνου, της δηµοσιεύσεως αυτού εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και
εκείνων δι’ ας προβλέπεται διάφορος χρόνος ισχύς των, υποβληθήσεται δε εις την Βουλήν
προς κύρωσιν άµα τη συνόδω ταύτης.

Εν Αθήναις τη 14 Ιουνίου 1951

ΠΑΥΛΟΣ Β.

Το Υπουργικόν Συµβούλιον

Ο Πρόεδρος
ΣΟΦ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Ο Αντιπρόεδρος
Γ. ΠΑΠΑΝ∆ΡΕΟΥ
Τα Μέλη
ΗΛ. ΛΑΓΑΚΟΣ, Ν. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. ΖΕΡΒΑΣ, Φ. ΖΑΪΜΗΣ. Ε. ΜΑΛΑΜΙ∆ΑΣ.,
Γ. ΜΠΑΚΑΤΣΕΛΟΣ, Ε. ΚΟΡΘΦΗΣ, Π. ΓΑΡΟΥΦΑΛΑΙΣ, ∆. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ.,Γ.
ΜΟ∆ΗΣ Κ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, ∆ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η µεγάλη του Κράτους σφραγίς.

Εν Αθήναις τη 14 Ιουνίου 1951.

Ο επί της ∆ικαιοσύνης Υπουργός

ΗΛ. ΛΑΓΑΚΟΣ

Read More

ΑΝ1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51) Άρθρον 1-5

  Δεν υπάρχουν σχόλια
4:12 μ.μ.

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : Αριθ . 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51) Άρθρον 1-5


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:  ασφαλιση,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ: ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ: Αριθ. 1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 179/Α/1-8-51) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
 Τελ.ενημέρωση: 

ΑΝ1846/51 Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( ΦΕΚ 179/ Α /1-8-51)

ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Λαβόντες υπ’ όψιν την κατά την συνεδρίασιν της 12 Ιουνίου 1951 του Ηµετέρου
Υπουργικού Συµβουλίου ληφθείσαν απόφασιν, περί εκδόσεως λόγω κατεπειγούσης και
αναποφεύκτου ανάγκης, αναγκαστικού νόµου «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεως«, απεφασίσαµεν
και διατάσσοµεν:

Εισαγωγική διάταξις.
1. Ο παρών νόµος έχει ως σκοπόν την ασφάλισιν των εν τοις εποµένοις άρθροις 2 – 4
αναφεροµένων προσώπων εις περίπτωσιν ασθενείας, µητρότητος, αναπηρίας, ατυχήµατος,
γήρατος και ανεργίας, ως και των µελών της οικοµενείας αυτών, εν περιπτώσει ασθενείας
τούτων ή θανάτου του προστάτου αυτών ησφαλισµένου.
2. Η δια του παρόντος θεσπιζοµένη ασφάλισις περιλαµβάνει ειδικώτερον τους
ακολούθου κλάδους:
α΄) Τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα.
β΄) Τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος.
γ΄) Τον κλάδον αναπηρίας, γήρατος και θανάτου.
δ΄) Τον κλάδον ανεργίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄.
Πρόσωπα υπαγόµενα εις την ασφάλισιν.
Άρθρον 2.
1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόµου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως,
υπό τους εν άρθρω 7 οριζοµένους όρους και προϋποθέσεις.
α΄) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν εξηρτηµένην εργασίαν,
έναντι αµοιβής, ως τοιαύτης νοουµένης και της παρεχοµένης δια λογαριασµόν Νοµικών
Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου, αδιαφόρως νοµικής φύσεως (δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) της
σχέσεως.
Επί δυσχερούς διακρίσεως εξητηρµένης ή µη εργασίας προσώπου τινός τούτο θεωρείται
υπαγόµενον εις την ασφάλισιν.
ια Κανονισµού θέλουν καθορισθή οι όροι και προϋποθέσεις, υφ’ ας πρόσωπα
παρέχοντα εργασίαν δια λογαριασµόν πλειόνων της µιας επιχειρήσεων ή εκµεταλλεύσεως,
υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος νόµου.
β΄) Οι µετέχοντες εις την διοίκησιν επαγγελµατικών σωµατείων των περί ων το εδάφ. α΄
προσώπων ή ενώσεων τοιούτων σωµατείων, εφ’ όσον λαµβάνουν αποζηµίωσιν εκ των
σωµατείων ή των ενώσεων αυτών.
γ΄) Οι µαθητευόµενοι.
δ΄) Οι συνταξιούχο του ∆ηµοσίου και των πάσης φύσεως Οργανισµών Κοινωνικής
Ασφαλίσεως, οι παρέχοντες εργασίαν υπαγοµένην εις τας διατάξεις του εδαφίου α’ ως και το
πάσης φύσεως έκτακτον, ηµεροµίσθιον και επί συµβάσει προσωπικόν του ∆ηµοσίου, εφ’ όσον
ο χρόνος υπηρεσίας τούτου δεν υπολογίζεται δια την απονοµήν συντάξεως παρά του ∆ηµοσίου.
2. Τα περί ων αι διατάξεις της προηγουµένης παραγράφου πρόσωπα συνεχίσουν την
υπαγωγήν των εις την ασφάλισιν του παρόντος και διαρκούντος του χρόνου, καθ’ όν
δικαιωµατικώς ή εκ λόγων ανεξαρτήτων της θελήσεώς των, δεν προσφέρουν εξηρτηµένην
εργασίαν πλην όµως τυγχάνουν εν όλω ή εν µέρει των αποδοχών των παρά του εργοδότου
(άδειαι, στράτευσις).
3. ∆ι’ αποφάσεων του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ι.Κ.Α. εγκρινοµένων παρά του
Υπουργού Εργασίας και δηµοσιευοµένων δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να
υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος είτε δι’ άπαντας τους κλάδους είτε δι’ ωρισµένους
µόνον εξ αυτών, οικονοµικώς ασθενείς κατηγορίαι αυτοτελώς εργαζοµένων προσώπων,
στερουµένων επαγγελµατικής στέγης.
Κατά την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν τοιούτων κατηγοριών ησφαλισµένων δύναται να
επιβάλλεται δια Β. ∆ιαταγµάτων προκαλουµένων προτάσει των Υπουργών Εσωτερικών και
Εργασίας η υποχρέωσις εφοδιασµού τούτων δι’ αστυνοµικών αδειών ασκήσεως του
επαγγέλµατος, εφ’ όσον δεν απαιτούνται τοιαύται βάσει ισχυουσών ετέρων διατάξεων και
περιοδικής ανανεώσεως αυτών, ως και η απαγόρευσις της εκδόσεως ή ανανεώσεως των εν
λόγω αδειών, εφ’ όσον δεν προσάγεται βεβαίωσις του Ι.Κ.Α. περί εκπληρώσεως των έναντι
τούτου ασφαλιστικών των υποχρεώσεων.
ηµόσιοι υπάλληλοι.
Άρθρον 3.
1. ∆εν υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος νόµου τα πρόσωπα τα παρέχοντα είτε
αποκλειστικώς είτε όχι εργασίαν ο χρόνος της οποίας υπολογίζεται ως συντάξιµος κατά τας
διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης δια το ∆ηµόσιον συνταξιοδοτικής νοµοθεσίας.
2. Τα εκ των εν άρθρω 2 του παρόντος αναφεροµένων προσώπων παρέχοντα εργασίαν
δια λογαριασµόν Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου και συνδεόµενα µετά τούτων δια
σχέσεως δηµοσίου δικαίου, εξαιρούνται εκ της παρά τω Ι.Κ.∆. ασφαλίσεως δια τον κλάδον
ανεργίας.
Πρόσωπα εξαιρούµενα της ασφαλίσεως.
Άρθρον 4.
Εκ των άρθρω 2 αναφεροµένων προσώπων δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν του
παρόντος:
1. Οι αλλοδαποί, οι προσκαίρως εν Ελλάδι ασχολούµενοι. Ως πρόσκαιρος απασχόλησις
θεωρείται η µη µέλλουσα να διαρκέση εν Ελλάδι τουλάχιστον επί εν έτος. ∆ύναται το αρµόδιον
κατά τον Κανονισµόν όργανον, επί εξαιρετικών περιπτώσεων, να παρατείνη τον χρόνον της µη
ασφαλισίµου απασχολήσεως µέχρι 3 ετών συνόλω.
2. Οι ιερωµένοι, οι ασχολούµενοι εις Ιδρύµατα εν οις τελούνται τα της λατρείας των
διαφόρων θρησκειών.
3. Οι αλλοδαποί, οι ασχολούµενοι εις τας εν Ελλάδι ευρισκοµένας διπλωµατικάς
αντιπροσωπείας ξένων Κρατών και τας εκτάκτους ∆ιεθνείς Επιτροπάς, ως και τα φυσικά
πρόσωπα τ’ απολαύοντα του δικαιώµατος της ετεροδικίας. Τα ως άνω πρόσωπα δύνανται τη
αιτήσει των να ασφαλισθούν εις το Ι.Κ.Α. καταβάλλοντα και την εργοδοτικήν εισφοράν, κατά
τας διατάξεις του Κανονισµού.
Ειδικά Ταµεία
Άρθρον 5.
1. Πάντα τα υφιστάµενα µέχρι της δηµοσιεύσεως του παρόντςο Νόµου, οιαδήποτε
µορφής ταµεία, τα συνεστηµένα επί τη βάσει του Ν. 2868 ή ειδικών νόµων ή του διατάγµατος
της 15 ης Μαΐου 1920 «περί επαγγελµατικών Σωµατείων» και ασφαλίζοντα, είτε αποκλειστικώς
είτε εν µέρει, πρόσωπα εκ των εν άρθρω 2 του παρόντος αναφεροµένων, εξακολουθούν
λειτουργούντα και διεπόµενα υπό των ισχυουσών δι’ έκαστον τούτων διατάξεων. Πάντα τα εις
τοιαύτα Ταµεία κυρίας ασφαλίσεως ασφαλιζόµενα πρόσωπα, απαλάσσονται καθ’ ους κλάδους
είναι ησφαλισµένα παρ’ αυτοίς, της παρά τω Ι.Κ.Α. δια τον αντίστοιχον κλάδον ασφαλίσεως,
αδιαφόρως αν το οικείον Ταµείον χορηγή απάσας ή µέρος µόνον των υπό του αντιστοίχου
κλάδου του Ι.Κ.Α. πραγµατοποιουµένων κατηγοριών παροχών και του ύψους τούτων.
Εάν πρόσωπόν τι εκ των ανωτέρω αναφεροµένων παρέχει, εκτός της εργασίας δι’ ην
ασφαλίζεται εις ειδικόν Ταµείον και δι’ ην ως εκ τούτου εξαιρείται εκ του οικείου κλάδου
ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. και ετέραν εργασίαν εµπίπτουσαν εις τας διατάξεις του άρθρου2 του
παρόντος, µη θεµελιούσαν όµως υποχρέωσιν ασφαλίσεως παρ’ ετέρω Ταµείω, υπάγεται ως
προς ταύτην εις την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α.
Τα κατά τα ανωτέρω διατηρούµενα και συνεχίζοντα την λειτουργίαν των ειδικά Ταµεία
κυρίας ασφαλίσεως εάν υπάγωνται εις την αρµοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας,
υποχρεούνται πάντως, ανεξαρτήτως προς τα εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου οριζόµενα:
Τα µεν ασκούντα ασφάλισιν ασθενείας, όπως χορηγούν από 1 ης Ιανβουαρίου 1952 τας
αυτάς τουλάχιστον καθ’ ύψος, κατηγορίας και έκτασιν παροχάς, προς εκείνας τας οποίας θα
χορηγή εκάστοτε το Ι.Κ.Α. δια των κλάδων του ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα και εις
είδος.
Τα δε ασκούντα ασφάλισιν συντάξεων όπως χορηγούν από της αυτής ως άνω
ηµεροµηνίας ως κατώτατα όρια συντάξεων δι’ εκάστην κατηγορίαν δικαιουµένων
(συνταξιούχοι λόγω γήρατος, ατυχήµατος, αναπηρίας και θανάτου), υπολογιζόµενα βάσει του
τεκµαρτού ηµεροµισθίου της 1 ης ασφαλιστικής κλάσεως και του ελαχίστου ορίου ηµερών
εργασίας του απαιτουµένου δια την χορήγησιν της συντάξεως, προσαυξανόµενα δε κατά τας
τυχόν προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, τας καθοριζοµένας υπό του παρόντος.
Αι διατάξεις του προηγουµένου εδαφίου δεν εφαρµόζονται δια τους υπό των ειδικών ως
άνω Ταµείων συνταξιοδοτουµένους αυτοτελώς εργαζοµένους, ουδέ δια τους µισθωτούς τους
συνταξιοδοτουµένους υπό τούτων εάν οι τελευταίοι ούτοι:
α) ∆εν είχον κατά τον χρόνον της απονοµής της συντάξεως συµπληρώσει προκειµένου
περί αρρένων το 60όν και προκειµένου περί θηλέων το 55ον της ηλικίας των ή
β) ∆εν πληρούν τας προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας του άρθρου 28
παρ. 1 εδ. πρώτον ή
γ) ∆εν πληρούν προκειµένου περί συνταξιούχων λόγω θανάτου τας υπό του άρθρου 28
παρ. 6 οριζοµένας προϋποθέσεις χαρακτηρισµού των ως µελών οικογενείας δικαιουµένων
συντάξεως και τας τοιαύτας της παρ. 6 του άρθρου 29.
Από 1 ης Ιανουαρίου 1952 πάντα τα κατά τα ανωτέρω πρόσωπα (ησφαλισµένοι και
συνταξιούχοι διατηρουµένων ειδικών Ταµείων, κυρίας ασφαλίσεως αρµοδιότητος του
Υπουργείου Εργασίας) δικαιούνται όπως αξιούν παρά των ειδικών Ταµείων των, εφ’ όσον
πληρούν τας ανωτέρω οριζοµένας προϋποθέσεις, τας ως άνω παροχάς, αίτινες θεωρούνται ως
το ελάχιστον όριον της εν τη χώρα εξασφαλιστέας προστασίας παρά των εκ του Υπουργείου
Εργασίας εξαρτωµένων Οργανισµών κυρίας ασφαλίσεως (συντάξεων και ασθενείας). Αι κατά
τα ανωτέρω αξιώσεις θεµελιούνται επί των οικείων διατάξεων του παρόντος και των
Κανονισµών του Ι.Κ.Α., θεωρουµένων αυτοδικαίως και ως διατάξεων της διεπούσης τα οικεία
ειδικά Ταµεία νοµοθεσίας.
Άρνησις χορηγήσεως των ανωτέρω παροχών αποτελεί λόγον υποχρεωτικής παραποµπής
του οικείου ειδικού Ταµείου εις την υπό της παρ. 6 του παρόντος προβλεποµένην Επιτροπήν.
Απαγορεύεται η δηµιουργία επαρκείας των Ειδικών Ταµείων δια την χορήγησιν των ως άνω
παροχών δι’ αναπροσαρµογής ή αυξήσεως των υπέρ αυτών νενοµοθετηµένων κοινωνικών
πόρων ή αυξήσεως των εισφορών των ησφαλισµένων και εργοδοτών πέραν των υπό του
παρόντος νόµου οριζοµένων.
2. Εκ των κατά την προηγουµένην παράγραφον διατηρουµένων Ταµείων κυρίας
ασφαλίσεως αρµοδιότητος του Υπουργείου Εργασίας, συγχωνεύονται εις το Ι.Κ.Α. κατά την
διαδικασίαν του παρόντος άρθρου, τα Ταµεία εκείνα τα οποία λαµβανοµένων υπ’ όψιν του
ύψους των εισφορών των ησφαλισµένων και εργοδοτών, των εκ της περιουσίας προσόδων, του
χρόνου λειτουργίας, των προϋποθέσεων απονοµής παροχών, του ύψους και της εκτάσεως
τούτων και των εξόδων διοικήσεως του υπό κρίσιν Ταµείου αφ’ ενός και του Ι.Κ.Α. αφ’ ετέρου,
δεν δύνανται να παράσχουν κατά την κρίσιν της περί ης ή παρ. 6 του παρόντος Επιτροπής,
ισοδύναµον τουλάχιστον προς την υπό του Ι.Κ.Α. παρεχοµένην ασφαλιστικήν προστασίαν.
3. To Ταµείον Ανεργίας το συσταθέν δια του Α.Ν. 118/45 διαλύεται, συγχωνευόµενον
δυνάµει του παρόντος εις το Ι.Κ.Α., όπερ υπεισέρχεται δια του κλαδου ανεργάις εις το σύνολον
των ενεργητικών και παθητικών του περιουσιακών στοιείων και απαιτήσεων και των πάσης
φύσεως υποχρεώσεων και δικαιωµάτων του, ως καθολικός αυτού διάδοχος.
Η ασφάλισις των παρ’ αυτώ συνεχίζεται υπό του Ι.Κ.Α. συµφώνως προς τας διατάξεις
του παρόντος νόµου.
Η κινητή και ακίνητος περιουσία του Ταµείου Ανεργίας περιέρχεται άπασα, δυνάµει του
παρόντος, εις τον κλάδον Ανεργίας του ΙΚΑ, αι δε υπάρχουσαι υπέρ τούτου µισθώσεις
διατηρούνται υπό του ΙΚΑ.
4. Η οργάνωσις αντιφυµατικής ασφαλίσεως (Ο.Α.Φ.Α.) η συσταθείσα δια του Α.Ν.
19/11/35 διαλύεται, συγχωνευοµένη δυνάµει του παρόντος εις το Ι.Κ.Α., όπερ υπεισέρχεται δια
του κλάδου παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος, εις το σύνολον των ενεργητικών και
παθητικών της περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων και των πάσης φύσεως δικαιωµάτων
και υποχρεώσεών της ως καθολικός αυτής διάδοχος.
Η ασφάλισις του κινδύνου της φυµατιώσεως αναλαµβάνεται υπό του Ι.Κ.Α. συµφώνως
προς τας διατάξεις του παρόντος.
Άπασα η κινητή και ακίνητος περιουσία της ΟΑΦΑ περιέρχεται δυνάµει του παρόντος
εις τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος, αι δε υπάρχουσα µισθώσεις
διατηρούντα υπέρ του ΙΚΑ.
5. Από της δηµοσιεύσεως του παρόντος Νόµου απαγορεύεται η σύστασις νέων Ταµείων
κυρίας ασφαλίσεως εκτός µόνον τοιούτων προερχοµένων εκ συγχωνεύσεως, δύο ή πλειόνων
οµοειδών λειτουργούντων ήδη Ταµείων. Επιτρέπεται όµως η ίδρυσις Επικουρικών Ταµείων δια
την πραγµατοποίησιν επί πλέον των υπό του παρόντος Νόµου προβλεπόµενων παροχών, εφ’
όσον ο αριθµός των ησφαλισµένων των υπερβαίνει τους χιλίους και δεν θίγονται αι
υποχρεώσεις και τα δικαιώµατα των παρ’ αυτοίς ασφαλιζοµένων προσώπων έναντι του Ι.Κ.Α.
Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ αµφότερα επί πλέον
των υπό του Ι.Κ.Α. παρεχόµεναι τοιαύται.
ια Β. ∆ιατάγµατος, εφ’ άπαξ εκδοθησοµένου, προτάσει του Υπουργού Εργασίας,
ορισθήσεται η διαδικασία της κατά τα ανωτέρω συγχωνεύσεως δύο ή πλειόνων οµοειδών
Ταµείων Ασφαλίσεως εις ενιαίον ασφαλιστικόν φορέα. Η κατά την υπό του ειρηµένου Β. ∆/τος
ορισθησοµένην διαδικασίαν πραγµάτωσις της συγχωνεύσεως, ενεργείται δι’ ειδικών Β.
ιαταγµάτων εκδιδοµένων, κατά πάσα περίπτωσιν συγχωνεύσεως, προτάσει του υπουργού
Εργασίας, εκτός αν µεταξύ των υπό συγχώνευσιν Ταµείων συγκαταλέγονται και Ταµεία
υπαγόµενα υπό την εποπτείαν ετέρων Υπουργείον, όπότε το ειδικόν ∆ιάταγµα εκδίδεται τη
προτάσει και του αρµοδίου Υπουργείου.
ια των ανωτέρω ειδικών Β. ∆/των καθορίζονται και οι πόροι του ενιαίου Οργανισµού, η
τύχη των µη περιερχοµένων τυχόν εις τούτον πόρων των συγχωνευοµένων Ταµείων, αι
προϋποθέσεις απονοµής των παροχών, η έκτασις ως και το ύψος τούτων, τα της διοικήσεως
αυτού, συνθέσεως των υπηρεσιών του, τα του προσωπικού του εν γένει ως και πάσα ετέρα
συναφής λεπτοµέρεια.
6. Περί της εν παραγράφω 2 συγχωνεύσεως Ταµείου τινός κυρία ασφαλίσεως εις το
Ι.Κ.Α. αποφασίζει Επιτροπή διοριζοµένη υπό του Υπουργού Εργασίας και αποτελουµένη εξ
ενός Συµβούλου της Επικρατείας, οριζοµένου µεθ’ ενός αναπληρωτού του υπό του Προέδρου
του Συµβουλίου Επικρατείας, ως Προέδρου της Επιτροπής, εκ του καθηγητού της
Μαθηµατικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών µέλους του παρά τω Υπουργείω Εργασίας
Συµβουλίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναπληρουµένου υπό του εν τω Συµβουλίω τούτω
αναπληρωτού του, εκ του Γενικού ∆ιευθυντού του Υπουργείου Εργασίας αναπληρουµένου υπό
του νοµίµου αναπληρωτού του, εκ του Προέδρου του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ιδρύµατος
Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναπληρουµένου υπό µέλος του ∆.Σ. εκ της τάξεως των ειδικών, εκ
του Γενικού ∆ιευθυντού του Ι.Κ.Α. αναπληρουµένου υφ’ ενός ∆ιευθυντού του Ι.Κ.Α. και εκ
δύο αντιπροσώπων των ησφαλισµένων του υπό συγχώνευσιν Ταµείου, εξ ων ο εις µεν ορίζεται
υπό του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του εν λόγω Ταµείου, ο δε έτερος υπό της Γενικής
Συνοµοσπονδίας Εργατών Ελλάδος µετά των αναπληρωτών των. Χρέη Εισηγητού παρά τη
Επιτροπή εκτελεί εν εκ των µελών της Επιτροπής οριζόµενον υπό του Προέδρου αυτής. Τον
γραµµατέα της Επιτροπής ορίζει ο Υπουργός Εργασίας εξ υπαλλήλων του Υπουργείου
Εργασίας ή Ασφαλιστικού Οργανισµού. Τα καταβλητέα εις τα µετέχοντα της Επιτροπής
πρόσωπα πραγµατικά έξοδα κινήσεως, δυνάµενα να ορίζωνται και κατ’ αποκοπήν ορίζονται
κατά τας διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 48. Εν περιπτώσει αδικαιολογήτου µη
προσελεύσεως µέλους τινός της Επιτροπής εις δύο συνεδριάσεις, δια µεν τα εξ υπαλλήλων µέλη
της Επιτροπής η µη προσέλευσις θεωρείται ως πειθαρχικόν παράπτωµα, δια δε τα λοιπά
αποτελεί λόγον αντικαταστάσεών των.
Εν περιπτώσει µη ορισµού των εν τη Επιτροπή αντιπροσώπων των ησφαλισµένων παρά
του ∆.ΣΑ. του οικείου Ταµείο και παρά της ΓΣΕΕ εντός 15νθηµέρου αφ’ ης ζητηθή τούτο
διορίζει τούτους ο Υπουργός Εργασίας κατ’ οικείαν κρίσιν.
Η Επιτροπή αποφαίνεται επί συγκεκριµένων ερωτηµάτων περί συγχωνεύσεως ωρισµένου
Ταµείου κυρίας ασφαλίσεως εις το Ι.Κ.Α., απευθυνοµένων εις τον Πρόεδρον αυτής παρά του
Υπουργού Εργασίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε τη αιτήσει του ∆.Σ. ωρισµένου Ταµείου ή της
Γ.Σ.Ε.Ε. ή της οικείας επαγγελµατικής οργανώσεως. Η Επιτροπή προσκαλείται εις συνεδρίασιν
παρά του Υπουργού Εργασίας ή του Προέδρου αυτής, ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων 4
τουλάχιστον µελών και εκδίδει ητιολογηµένας αποφάσεις δια πλειοψηφίας τεσσάρων
τουλάχιστον ψήφων.
Η Επιτροπή υποχρεούται όπως υποβάλη την επί εκάστου ερωτήµατος απόφασίν της εις
τον Υπουργόν Εργασίας εντός τριών το πολύ µηνών από της λήψεως του σχετικού ερωτήµατος.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δύναται να ζητή την υποβολήν αυτώ παντός στοιχείου όπερ ήθελε
κρίνει αναγκαίον δια την µόρφωσιν γνώµης, τόσον παρά των υπηρεσιών του Υπουργείου
Εργασίας όσον και παρά των υπηρεσιών του υπό κρίσιν Ταµείου και του Ι.Κ.Α., ως και την
εκτέλεσιν πάσης σχετιζοµένης µε το έργον της Επιτροπής µελέτης ή ετέρας εργασίας.
Εν περιπτώσει καθ’ ην η Επιτροπή ήθελεν αποφανθή υπέρ της συγχωνεύσεως του
οικείου Ταµείου εις το Ι.Κ.Α., εκδίδεται βάσει της αποφάσεως αυτής, εισηγήσει τουΥπουργού
Εργασίας, υποβαλλοµένη εις το Υπουργικόν Συµβούλιον εντός µηνός από της ανακοινώσεως
της αποφάσεως της Επιτροπής, Β. ∆ιάταγµα, προτάσει του Υπουργικού Συµβουλίου, περί
συγχωνεύσεως του οικείου Ταµείου εις το Ι.Κ.Α.
Από της δηµοσιεύσεως του ∆ιατάγµατος τούτο το υπό κρίσιν Ταµείον διαλύεται
συγχωνευόµενον εις το Ι.Κ.Α., όπερ υπεισέρχεται δια του οικείου ή των οικείων του κλάδων εις
το σύνολον των ενεργητικών και παθητικών του περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων, ως
και των πάσης φύσεως δικαιωµάτων του και υποχρεώσεων. Τα παρ’ αυτώ ησφαλισµένα
πρόσωπα συνεχίζουσι την ασφάλισιν παρά τω Ι.Κ.Α., εφαρµοζοµένων εφεξής των διατάξεων
της διεπούσης το Ι.Κ.Α. νοµοθεσίας, υπό τους εν τω παρόντι νόµω οριζοµένους ειδικούς όρους.
Αι εν τη ασφαλίσει του συγχωνευοµένου Ταµείου πραγµατοποιηθείσαι ηµέραι εργασίας
λογίζονται πάντως ως πραγµατοποιηθείσαι εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ δια την απόκτησιν των
υπό τούτου προβλεποµένων δικαιωµάτων προς παροχάς και εις κλάσεις ορισθησοµένας δι’
αποφάσεως του ∆.Σ. του Γ.Κ.Α.
Ο χρόνος της πλασµατικής παρά τω συγχωνευοµένω Ταµείω συνταξίµου υπηρεσίας των
ησφαλισµένων του εφ’ όσον ανεγνωρίσθη και εξηγοράσθη κατά τας διατάξεις της διεπούσης
αυτό νοµοθεσίας, υπολογίζεται ως χρόνος πραγµατικής ασφαλίσεως και παρά τω ΙΚΑ, υπό τον
όρον πάντως ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν δια την απονοµήν ετέρας συντάξεως παρ’ Οργανισµού
τινος κυρίας ασφαλίσεως ή παρά του ∆ηµοσίου. ∆ι’ ειδικού Κανονισµού καθορισθήσονται τα
της εξαγοράς αναγνωρισθείσης αλλά µήπω εξαγορασθείσης εν όλων ή εν µέρει παρά των
συγχωνευοµένω Ταµείω συνταξίµου υπηρεσίας.
7. Καθ’ απάσας τας περιπτώσεις συγχωνεύσεως ασφαλιστικού τινος Οργανισµού εις το
ΚΑ κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται κατόπιν αποφάσεως του
.Σ. του Ι.Κ.Α. και κατά τα δια ταύτης ειδικώτερον εκάστοτε οριζόµενα, να διατηρούνται εν
λειτουργία εν όλων ή εν µέρει αι υπηρεσίαι του συγχωνευθέντος Ταµείου ή Οργανισµού
υπαγόµεναι πάντως υπό την ∆ιοίκησιν του Ι.Κ.Α. ∆ιαρκούσης της µεταβατικής ταύτης
περιόδου, ήτις δεν δύναται να υπερβή το εξάµηνον, το προσωπικόν του συγχωνευθέντος
Ταµείου ή Οργανισµού εξακολουθεί λαµβάνον παρά του Ι.Κ.Α. τας ας ελάµβανε κατά τον
χρόνον της συγχωνεύσεως αποδοχάς µέχρις εκκαθαρίσεως της θέσεώς του κατά τα εν άρθρω 55
οριζόµενα
8. Προκειµένου περί ασφαλιστικών Οργανισµών περιλαµβανόντων και κλάδον προνοίας
(εφ’ άπαξ παροχαί), ή κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου συγχώνευσις αυτών εις το
Ι.Κ.Α. δύναται να περιορίζεται εις τους λοιπούς, πλην τούτου, κλάδους ασφαλίσεως. Επί
µερικής κατά τ’ ανωτέρω συγχωνεύσεως το περί ταύτης Β. ∆/µα καθορίζει, εφ’ όσον δεν
τηρούνται χωριστοί λ/σµοί, την περιερχοµένην εις το Ι.Κ.Α. περιουσίαν και τον αριθµόν και την
κατά βαθµούς σύνθεσιν των διατηρουµένων θέσεων. Το ∆.Σ. του ούτω µερικώς
συγχωνευοµένου Οργανισµού εντάσσει εις τας διατηρουµένας οργανικάς θέσεις ανάλογον εκ
του συνολικού προσωπικού του αριθµόν υπαλλήλων και υπηρετών εντός διµήνου προθεσµίας
από της εκδόσεως του περί συγχωνεύσεως Β. ∆/τος, του υπολοίπου προσωπικού του
διεποµένου υπό των διατάξεων του παρόντος Νόµου των αφορωσών τα του προσωπικού των
συγχωνευοµένων εις το ΙΚΑ Οργανισµών Κοινωνικής Ασφαλίσεως.
9. Οσάκις εις το συγχωνευόµενον κατά τα ανωτέρω εις το ΙΚΑ Ταµείον ασφαλίζονται εν
µέρει και πρόσωπα µη υπαγόµενα εις τας διατάξεις του παρόντος, ταύτα συνεχίζουν την
ασφάλισίν των εις τινα ή πλείονας εκ των εν τη χώρα λειτουργούντων Ασφαλιστικών
Οργανισµών οριζοµένων δια του περί συγχωνεύσεως ∆ιατάγµατος, µεταξύ των οργανισµών
των καλυπτοµένων αναλόγους ή τας µάλλον οµοειδείς κατηγορίας εργαζοµένων. Εις τας
περιπτώσεις ταύτας δια του ∆ιατάγµατος ορίζεται και η κατανοµή της περιουσίας του
συγχωνευοµένου Ταµείου εις το ΙΚΑ και τους ανωτέρω Οργανισµούς, ως και αι αναλογίαι του
Προσωπικού του συγχωνευοµένου Ταµείου, το οποίον θα δύναται να ενταχθή εις τούτους ή να
µεταταχθή εις το Ι.Κ.Α., κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων του άρθρου 55 του παρόντος. Τα κατά
τ’ ανωτέρω πρόσωπα δύνανται αντί της υπαγωγής των εις έτερον Ταµείον να συνεχίσωσι
προαιρετικώς την ασφάλισίν των παρά τω Ι.Κ.Α. κατά τας διατάξεις ειδικού Κανονισµού.
10. ∆ιατάξεις της διεπούσης τα συγχωνευόµενα εις το Ι.Κ.Α. Ταµεία Νοµοθεσίας, άσχετοι
προς την υπό τούτων ασκουµένην ασφάλισιν (επαγγελµατική κατοχύρωσις κ.λπ.),
εξακολουθούν ισχύουσαι και µετά την δηµοσίευσιν του ειδικού περί συγχωνεύσεως
διατάγµατος, του Ι.Κ.Α. υπεισερχοµένου εις τας αρµοδιότητας του συγχωνευοµένου Ταµείου,

εκτός αν άλλως ορίζεται εν τω παρόντι νόµω.

Read More

Ακολουθήστε μας στα social media

Τα λογιστικά γραφεία που σε προσέχουν!

Πως θα βρείτε το λογιστικό γραφείο στο χάρτη

Χάρτης λογιστικού γραφείου